Anonymous

συστρατιώτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συστρατιῶτις]], -ώτιδος, Α<br />[[στρατιώτης]] που υπηρετεί [[μαζί]] με άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο ή στην [[ίδια]] στρατιωτική [[μονάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[συμβοηθός]], [[συνεπίκουρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρατιώτης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συστρατιῶτις]], -ώτιδος, Α<br />[[στρατιώτης]] που υπηρετεί [[μαζί]] με άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο ή στην [[ίδια]] στρατιωτική [[μονάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[συμβοηθός]], [[συνεπίκουρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρατιώτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συστρᾰτιώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[σύντροφος]] στον στρατό, αυτός που είναι επίσης [[στρατιώτης]], Λατ. [[commilito]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}