Anonymous

συνθάλπω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]] επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλπω]] «[[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]]»].
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]] επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλπω]] «[[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] αμοιβαίως· μεταφ., [[θερμαίνω]] την [[ψυχή]] κάποιου, του καταπραΰνω την [[ψυχή]] με κολακευτικά [[λόγια]], σε Αισχύλ.
}}
}}