Anonymous

συνεπισχύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπισχύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]], [[υποστηρίζω]] κάποιον από κοινού, [[συνεπικουρώ]] κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}