Anonymous

συνημερευτής: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνημερεύω]]<br />[[καθημερινός]] [[σύντροφος]].
|mltxt=ὁ, Α [[συνημερεύω]]<br />[[καθημερινός]] [[σύντροφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ.
}}
}}