3,270,341
edits
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[ψόφος]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σφάραγος]] με σημ. «[[ψόφος]]» συνδέεται με το ρ. <i>σφαραγοῦμαι</i> και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -[[σφάραγος]] (<b>πρβλ.</b> [[ασφάραγος]] (II), [[ἐρισφάραγος]]), [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>σμαραγῶ</i>: [[σμάραγος]]. Η [[ερμηνεία]], [[τέλος]], που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «[[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[φάρυγγας]]» οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἀσφάραγος]] (Ι) «[[φάρυγγας]], [[λαιμός]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[ψόφος]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σφάραγος]] με σημ. «[[ψόφος]]» συνδέεται με το ρ. <i>σφαραγοῦμαι</i> και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -[[σφάραγος]] (<b>πρβλ.</b> [[ασφάραγος]] (II), [[ἐρισφάραγος]]), [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>σμαραγῶ</i>: [[σμάραγος]]. Η [[ερμηνεία]], [[τέλος]], που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «[[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[φάρυγγας]]» οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἀσφάραγος]] (Ι) «[[φάρυγγας]], [[λαιμός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφάραγος:''' ὁ, [[θορυβώδης]] [[έκρηξη]], [[έκρηξη]] που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο. | |||
}} | }} |