3,276,932
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τανηλεγὴς [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]] (Νικ. Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί [[πολλά]] μοιρολόγια ή, κατ' άλλους, ο πολύ [[οδυνηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τανηλεγέως</i> Α<br />με [[πολλά]] μοιρολόγια ή με πολύ [[ψυχικό]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. μαρτυρείται μόνο στη φρ. <i>τανηλεγέος</i> θανάτοιο και [[είναι]] συνθ. σε -<i>ηλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλέγω]] «[[φροντίζω]] [[ενδιαφέρομαι]]», ενώ για τη σημ.του συνθ. <b>πρβλ.</b> [[άλγος]] «[[πόνος]], [[οδύνη]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>ηλεγης</i>, <i>ἀν</i>-<i>ηλεγής</i>). Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[τανηλεγής]] έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ἀνηλεγής]] «[[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]» ([[χαρακτηρισμός]] του θανάτου) με ευφωνικό <i>τ</i>- προκειμένου να αντιμετωπιστεί η [[χασμωδία]] στο ομηρικό [[μέτρο]]. Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], το α' συνθετικό της λ. [[πρέπει]] να αναζητηθεί στο θ. <i>τανF</i>- του αμάρτυρου επιθ. <i>τανύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τανύ</i>-<i>σφνρος</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[τάνυμαι]], [[τείνω]]), [[οπότε]] και η σημ. του επιθ. [[είναι]]: «αυτός που προκαλεί [[πολλά]] μακρόσυρτα μοιρολόγια, μεγάλο πόνο». Η [[βραχύτητα]], [[τέλος]], του -<i>α</i>- του <i>τăνηλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τανF</i>-<i>ηλεγής</i>), σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], οφείλεται στη [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τανηλεγὴς [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]] (Νικ. Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί [[πολλά]] μοιρολόγια ή, κατ' άλλους, ο πολύ [[οδυνηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τανηλεγέως</i> Α<br />με [[πολλά]] μοιρολόγια ή με πολύ [[ψυχικό]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. μαρτυρείται μόνο στη φρ. <i>τανηλεγέος</i> θανάτοιο και [[είναι]] συνθ. σε -<i>ηλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλέγω]] «[[φροντίζω]] [[ενδιαφέρομαι]]», ενώ για τη σημ.του συνθ. <b>πρβλ.</b> [[άλγος]] «[[πόνος]], [[οδύνη]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>ηλεγης</i>, <i>ἀν</i>-<i>ηλεγής</i>). Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[τανηλεγής]] έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ἀνηλεγής]] «[[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]» ([[χαρακτηρισμός]] του θανάτου) με ευφωνικό <i>τ</i>- προκειμένου να αντιμετωπιστεί η [[χασμωδία]] στο ομηρικό [[μέτρο]]. Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], το α' συνθετικό της λ. [[πρέπει]] να αναζητηθεί στο θ. <i>τανF</i>- του αμάρτυρου επιθ. <i>τανύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τανύ</i>-<i>σφνρος</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[τάνυμαι]], [[τείνω]]), [[οπότε]] και η σημ. του επιθ. [[είναι]]: «αυτός που προκαλεί [[πολλά]] μακρόσυρτα μοιρολόγια, μεγάλο πόνο». Η [[βραχύτητα]], [[τέλος]], του -<i>α</i>- του <i>τăνηλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τανF</i>-<i>ηλεγής</i>), σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], οφείλεται στη [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰνηλεγής:''' -ές ([[ταναός]], [[λέγω]]), αυτός που ξαπλώνει κάποιον, επίθ. του θανάτου, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |