Anonymous

συρικτής: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και [[συριγκτής]] Μ, και [[συριστής]] και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [[συρίζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει τη [[σύριγγα]], [[αυλητής]]<br /><b>2.</b> (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γέρανος]] [[ἄρρην]]».
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και [[συριγκτής]] Μ, και [[συριστής]] και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [[συρίζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει τη [[σύριγγα]], [[αυλητής]]<br /><b>2.</b> (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γέρανος]] [[ἄρρην]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῡρικτής:''' -οῦ, Δωρ. -τάς, <i>-ᾶ</i>, <i>ὁ</i>, = [[συριστής]], σε Θεόκρ.
}}
}}