Anonymous

συνθηρατής: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνθηρῶ]]<br />αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.
|mltxt=ὁ, Α [[συνθηρῶ]]<br />αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
}}