3,274,919
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει [[μεγάλη]] [[έκταση]] και, [[ιδίως]] για λόγο, [[μακροσκελής]], [[εκτενής]], [[εκτεταμένος]], [[διεξοδικός]] (α. «[[σχοινοτενής]] [[διάλεξη]]» β. «[[σχοινοτενής]] [[περίοδος]] λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.<br />δ. «σχοινοτενὲς [[κῶλον]]», Ερμογ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]] σαν το [[σχοινί]] με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τεντωμένος]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>3.</b> πλεγμένος από [[σχοινιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχοινοτενώς</i> / <i>σχοινοτενῶς</i> ΝΑ<br />εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>τένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευθυ</i>-<i>τενής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει [[μεγάλη]] [[έκταση]] και, [[ιδίως]] για λόγο, [[μακροσκελής]], [[εκτενής]], [[εκτεταμένος]], [[διεξοδικός]] (α. «[[σχοινοτενής]] [[διάλεξη]]» β. «[[σχοινοτενής]] [[περίοδος]] λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.<br />δ. «σχοινοτενὲς [[κῶλον]]», Ερμογ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]] σαν το [[σχοινί]] με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τεντωμένος]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>3.</b> πλεγμένος από [[σχοινιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχοινοτενώς</i> / <i>σχοινοτενῶς</i> ΝΑ<br />εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>τένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευθυ</i>-<i>τενής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχοινοτενής:''' -ές ([[σχοῖνος]] I<b>V</b>, [[τείνω]]), αυτός που έχει εκταθεί, που έχει τεντωθεί όπως το [[σχοινί]] με το οποίο μετράει [[κάποιος]] εκτάσεις, αυτός που έχει εκταθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[ευθύς]], [[ίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>σχοινοτενὲς ποιήσασθαι</i>, [[σύρω]], [[τραβώ]] [[ευθεία]] [[γραμμή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |