3,277,119
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μπαίνει [[κάτω]] από τα πόδια κάποιου, [[υποπόδιο]]<br /><b>2.</b> η [[βάση]] αγάλματος<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] [[τεμάχιο]] ξύλου που χρησίμευε ως [[θήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέμ</i>-<i>ας</i>). Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή [[σύνδεση]] της με τη λ. [[σφαλός]] «στρογγυλό [[ξύλο]] που φυλάκιζε τα πόδια»]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μπαίνει [[κάτω]] από τα πόδια κάποιου, [[υποπόδιο]]<br /><b>2.</b> η [[βάση]] αγάλματος<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] [[τεμάχιο]] ξύλου που χρησίμευε ως [[θήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέμ</i>-<i>ας</i>). Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή [[σύνδεση]] της με τη λ. [[σφαλός]] «στρογγυλό [[ξύλο]] που φυλάκιζε τα πόδια»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφέλας:''' τό, [[υποπόδιο]], [[σκαμνί]], [[βάθρο]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ. | |||
}} | }} |