Anonymous

σφέλας: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μπαίνει [[κάτω]] από τα πόδια κάποιου, [[υποπόδιο]]<br /><b>2.</b> η [[βάση]] αγάλματος<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] [[τεμάχιο]] ξύλου που χρησίμευε ως [[θήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέμ</i>-<i>ας</i>). Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή [[σύνδεση]] της με τη λ. [[σφαλός]] «στρογγυλό [[ξύλο]] που φυλάκιζε τα πόδια»].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μπαίνει [[κάτω]] από τα πόδια κάποιου, [[υποπόδιο]]<br /><b>2.</b> η [[βάση]] αγάλματος<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] [[τεμάχιο]] ξύλου που χρησίμευε ως [[θήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέμ</i>-<i>ας</i>). Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή [[σύνδεση]] της με τη λ. [[σφαλός]] «στρογγυλό [[ξύλο]] που φυλάκιζε τα πόδια»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφέλας:''' τό, [[υποπόδιο]], [[σκαμνί]], [[βάθρο]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ.
}}
}}