Anonymous

τεκτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τέκτων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του τέκτονα, του μαραγκού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δεξιοτεχνία]], [[επιδεξιότητα]] («[[τεκτοσύνη]] ἐπέων», Παλ. Ανθ.).
|mltxt=ἡ, Α [[τέκτων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του τέκτονα, του μαραγκού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δεξιοτεχνία]], [[επιδεξιότητα]] («[[τεκτοσύνη]] ἐπέων», Παλ. Ανθ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκτοσύνη:''' ἡ, η [[τέχνη]] του ξυλουργού, ξυλουργική [[τέχνη]], <i>ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄτιμον [[χέρα]] τεκτοσύνας</i>, [[χέρι]] μη τιμημένο, μη ικανό στην [[τέχνη]] του, σε Ευρ.
}}
}}