Anonymous

σχέθω: Difference between revisions

From LSJ
898 bytes added ,  31 December 2018
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />([[αμάρτυρος]] τ. που [[κατά]] τους γραμματικούς [[είναι]] δ.τ. του ρ. <i>ἔχω</i>)<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]]<br /><b>2.</b> ἔχω<br /><b>3.</b> [[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]], [[σταματώ]]<br /><b>4.</b> [[αντέχω]], [[βαστώ]] («μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι [[μύκον]], οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. [[ἔσχεθον]] και αποτελεί επιτεταμένο τ. του αόρ. [[ἔσχον]] του ρ. <i>έχω</i>, <b>πρβλ.</b> [[φλέγω]]: [[φλεγέθω]])].
|mltxt=Α<br />([[αμάρτυρος]] τ. που [[κατά]] τους γραμματικούς [[είναι]] δ.τ. του ρ. <i>ἔχω</i>)<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]]<br /><b>2.</b> ἔχω<br /><b>3.</b> [[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]], [[σταματώ]]<br /><b>4.</b> [[αντέχω]], [[βαστώ]] («μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι [[μύκον]], οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. [[ἔσχεθον]] και αποτελεί επιτεταμένο τ. του αόρ. [[ἔσχον]] του ρ. <i>έχω</i>, <b>πρβλ.</b> [[φλέγω]]: [[φλεγέθω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχέθω:''' υποτίθεται ότι είναι ενεστ. ισοδ. του [[ἔχω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]]· απαντάται όμως σε τύπους που ανήκουν στον αόρ. βʹ [[ἔσχεθον]], ποιητ. αντί [[ἔσχον]], δηλ. στους τύπους <i>σχέθεν</i>, [[σχέθον]], Επικ. αντί <i>ἔσχεθεν</i>, [[ἔσχεθον]], προστ. <i>σχεθέτω</i>, απαρ. <i>σχεθέμεν</i>, μτχ. [[σχεθών]]· [[κρατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], έχω, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]], [[αποκρούω]], [[απωθώ]], σε Όμηρ.· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], σταμάτησαν την [[αιμορραγία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}