3,277,242
edits
(40) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[σφυρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[εξάρτημα]] του πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική [[ενέργεια]] του επικρουστήρα<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> ένα από [[τρία]] μικρά οστά του μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] από την ομοιότητά του με το [[παραπάνω]] [[εργαλείο]]<br /><b>3.</b> <b>(αθλ.)</b> α) μεταλλική [[σφαίρα]] δεμένη στο [[άκρο]] αλυσίδας την οποία ο [[αθλητής]] περιφέρει [[γύρω]] από το [[σώμα]] του για να της δώσει [[επιτάχυνση]] προκειμένου να την εκσφενδονίσει όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη [[απόσταση]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[αγώνισμα]] το οποίο συνίσταται στην [[εκτίναξη]] της σφαίρας αυτής («οι αθλητές αγωνίστηκαν στη [[σφύρα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταξύ]] σφύρας και άκμονος» — [[μεταξύ]] δύο πιθανών [[αλλά]] το ίδιο επικίνδυνων λύσεων, σε εξαιρετικά δυσχερή [[θέση]]<br />β) «[[μηχανική]] [[σφύρα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> φορητό, ή προσαρμοσμένο σε κινητό [[φορείο]], [[μηχανικό]] [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμοποιείται για την με επαναληπτικές κρούσεις [[θραύση]] ή [[διάτρηση]] πετρωμάτων σε εργασίες επιφανειακών ή υπόγειων εκσκαφών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είδος]] όπλου τών πεζοπόρων [[κατά]] την περίοδο του μεσαίωνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γεωργικό [[εργαλείο]] με το οποίο έσπαζαν τους βώλους της γης, [[βωλοκόπι]]<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] [[ανάμεσα]] στα αυλάκια οργωμένου χωραφιού<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] γεωργικής έκτασης<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[ψάρι]] [[σφύραινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σφῦρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σφῠρ</i>-<i>ja</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>r</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>er</i>- «[[πηδώ]], [[κλοτσώ]], [[σπαρταρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σπαίρω]]) με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i> ως -<i>υρ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἄγυρις]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σφυρό]]). Επομένως, η λ. [[σφῦρα]] θα [[πρέπει]] να είχε αρχικά τη σημ. «αυτή που χτυπά, που σπρώχνει, [[εργαλείο]] που χτυπά». Δυσερμήνευτες, εξάλλου, διαφορές από την αρχική σημ. της ρίζας εμφανίζουν και οι τ. [[σφυρόν]] και [[σφαῖρα]], οι οποίοι ανάγονται [[επίσης]] στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας (για τη διαφορετική [[απόδοση]] του -<i>r</i> ως -<i>υρ</i>- και -<i>αρ</i>- <b>πρβλ.</b> πιθ. [[σπάρτον]]: [[σπυρίς]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[σφυρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[εξάρτημα]] του πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική [[ενέργεια]] του επικρουστήρα<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> ένα από [[τρία]] μικρά οστά του μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] από την ομοιότητά του με το [[παραπάνω]] [[εργαλείο]]<br /><b>3.</b> <b>(αθλ.)</b> α) μεταλλική [[σφαίρα]] δεμένη στο [[άκρο]] αλυσίδας την οποία ο [[αθλητής]] περιφέρει [[γύρω]] από το [[σώμα]] του για να της δώσει [[επιτάχυνση]] προκειμένου να την εκσφενδονίσει όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη [[απόσταση]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[αγώνισμα]] το οποίο συνίσταται στην [[εκτίναξη]] της σφαίρας αυτής («οι αθλητές αγωνίστηκαν στη [[σφύρα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταξύ]] σφύρας και άκμονος» — [[μεταξύ]] δύο πιθανών [[αλλά]] το ίδιο επικίνδυνων λύσεων, σε εξαιρετικά δυσχερή [[θέση]]<br />β) «[[μηχανική]] [[σφύρα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> φορητό, ή προσαρμοσμένο σε κινητό [[φορείο]], [[μηχανικό]] [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμοποιείται για την με επαναληπτικές κρούσεις [[θραύση]] ή [[διάτρηση]] πετρωμάτων σε εργασίες επιφανειακών ή υπόγειων εκσκαφών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είδος]] όπλου τών πεζοπόρων [[κατά]] την περίοδο του μεσαίωνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γεωργικό [[εργαλείο]] με το οποίο έσπαζαν τους βώλους της γης, [[βωλοκόπι]]<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] [[ανάμεσα]] στα αυλάκια οργωμένου χωραφιού<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] γεωργικής έκτασης<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[ψάρι]] [[σφύραινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σφῦρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σφῠρ</i>-<i>ja</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>r</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>er</i>- «[[πηδώ]], [[κλοτσώ]], [[σπαρταρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σπαίρω]]) με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i> ως -<i>υρ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἄγυρις]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σφυρό]]). Επομένως, η λ. [[σφῦρα]] θα [[πρέπει]] να είχε αρχικά τη σημ. «αυτή που χτυπά, που σπρώχνει, [[εργαλείο]] που χτυπά». Δυσερμήνευτες, εξάλλου, διαφορές από την αρχική σημ. της ρίζας εμφανίζουν και οι τ. [[σφυρόν]] και [[σφαῖρα]], οι οποίοι ανάγονται [[επίσης]] στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας (για τη διαφορετική [[απόδοση]] του -<i>r</i> ως -<i>υρ</i>- και -<i>αρ</i>- <b>πρβλ.</b> πιθ. [[σπάρτον]]: [[σπυρίς]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφῦρᾰ:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σφυρί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> βαριοπούλα, μεγάλο [[σφυρί]] που χρησιμοποιείτο ως γεωργικό [[εργαλείο]] για να σπάει τους σβώλους του χώματος, σε Ησίοδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |