Anonymous

τέφρα: Difference between revisions

From LSJ
218 bytes added ,  31 December 2018
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α<br />το στερεό [[υπόλειμμα]] που απομένει [[μετά]] την [[καύση]] ορισμένων σωμάτων, [[στάχτη]] (α. «η [[τέφρα]] του ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν [[οἷον]] τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[υπόλειμμα]] από ανόργανες ύλες το οποίο παραμένει [[μετά]] την τέλεια [[καύση]] ενός κλάσματος του πετρελαίου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ηφαιστειακή [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> ασύνδετο ηφαιστειακό [[ανάβλημα]] που εκτινάσσεται από έναν ηφαιστειακό κρατήρα και αποτελείται από σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 4 χιλιοστόμετρα<br />β) «λιθική [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> τεμαχίδια πετρωμάτων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή [[τέφρα]]<br />γ) «κρυσταλλική [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> θραύσματα κρυστάλλων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή [[τέφρα]]<br />δ) «[[υαλώδης]] [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> θραύσματα υάλου που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή [[τέφρα]]<br />ε) «[[ραδιενεργός]] [[τέφρα]]»<br />(πυρην.-μετεωρ.) τα ραδιενεργά υλικά που αποτίθενται στη Γη από την [[ατμόσφαιρα]] η [[παρουσία]] τών οποίων οφείλεται [[είτε]] σε [[φυσικά]] αίτια, όπως [[είναι]] το [[αποτέλεσμα]] της δράσης της κοσμικής ακτινοβολίας και της διαφυγής του αερίου ραδονίου που εκπέμπεται από τα ορυκτά του ουρανίου και του θορίου, ή σε εκρήξεις πυρηνικών όπλων ή σε ατυχήματα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και στις λοιπές μονάδες της πυρηνικής βιομηχανίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ [[γράφω]]» — δεν [[λαμβάνω]] [[καθόλου]] υπ' όψιν μου τους όρκους τών μοιχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[τέφρα]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheg</i><sup>u</sup><i>h</i>- «[[καίω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>febris</i> «[[πυρετός]]», <i>foveo</i> «[[θερμαίνω]]», <i>favilla</i> «[[τέφρα]]», [[καθώς]] και τα αρχ. ινδ. <i>dahati</i>, λιθ. <i>degu</i>) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἕδ</i>-<i>ρα</i>, <i>χώ</i>-<i>ρα</i>). Πιθανολογείται, [[επίσης]], ότι συνδέεται και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[θέπτανος]]<br /><i>ἁπτόμενος</i>, ο [[οποίος]] ανάγεται πιθ. στην [[ίδια]] [[ρίζα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[τέφρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>tep</i>-<i>s</i>-<i>r</i><i>ā</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tep</i>- «[[είμαι]] [[ζεστός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tapas</i>-, <i>tapati</i>). Είναι πιθανόν, εξάλλου, ο τ. να ήταν αρχικά επίθ. που προσδιόριζε τη λ. [[κόνις]] «[[σκόνη]]». Σημασιολογικά, [[τέλος]], η λ. [[τέφρα]] αντιστοιχεί στον τ. [[σποδός]], [[αλλά]] απαντά συχνότερα από αυτόν στην [[πεζογραφία]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α<br />το στερεό [[υπόλειμμα]] που απομένει [[μετά]] την [[καύση]] ορισμένων σωμάτων, [[στάχτη]] (α. «η [[τέφρα]] του ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν [[οἷον]] τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[υπόλειμμα]] από ανόργανες ύλες το οποίο παραμένει [[μετά]] την τέλεια [[καύση]] ενός κλάσματος του πετρελαίου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ηφαιστειακή [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> ασύνδετο ηφαιστειακό [[ανάβλημα]] που εκτινάσσεται από έναν ηφαιστειακό κρατήρα και αποτελείται από σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 4 χιλιοστόμετρα<br />β) «λιθική [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> τεμαχίδια πετρωμάτων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή [[τέφρα]]<br />γ) «κρυσταλλική [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> θραύσματα κρυστάλλων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή [[τέφρα]]<br />δ) «[[υαλώδης]] [[τέφρα]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> θραύσματα υάλου που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή [[τέφρα]]<br />ε) «[[ραδιενεργός]] [[τέφρα]]»<br />(πυρην.-μετεωρ.) τα ραδιενεργά υλικά που αποτίθενται στη Γη από την [[ατμόσφαιρα]] η [[παρουσία]] τών οποίων οφείλεται [[είτε]] σε [[φυσικά]] αίτια, όπως [[είναι]] το [[αποτέλεσμα]] της δράσης της κοσμικής ακτινοβολίας και της διαφυγής του αερίου ραδονίου που εκπέμπεται από τα ορυκτά του ουρανίου και του θορίου, ή σε εκρήξεις πυρηνικών όπλων ή σε ατυχήματα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και στις λοιπές μονάδες της πυρηνικής βιομηχανίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ [[γράφω]]» — δεν [[λαμβάνω]] [[καθόλου]] υπ' όψιν μου τους όρκους τών μοιχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[τέφρα]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheg</i><sup>u</sup><i>h</i>- «[[καίω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>febris</i> «[[πυρετός]]», <i>foveo</i> «[[θερμαίνω]]», <i>favilla</i> «[[τέφρα]]», [[καθώς]] και τα αρχ. ινδ. <i>dahati</i>, λιθ. <i>degu</i>) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἕδ</i>-<i>ρα</i>, <i>χώ</i>-<i>ρα</i>). Πιθανολογείται, [[επίσης]], ότι συνδέεται και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[θέπτανος]]<br /><i>ἁπτόμενος</i>, ο [[οποίος]] ανάγεται πιθ. στην [[ίδια]] [[ρίζα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[τέφρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>tep</i>-<i>s</i>-<i>r</i><i>ā</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tep</i>- «[[είμαι]] [[ζεστός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tapas</i>-, <i>tapati</i>). Είναι πιθανόν, εξάλλου, ο τ. να ήταν αρχικά επίθ. που προσδιόριζε τη λ. [[κόνις]] «[[σκόνη]]». Σημασιολογικά, [[τέλος]], η λ. [[τέφρα]] αντιστοιχεί στον τ. [[σποδός]], [[αλλά]] απαντά συχνότερα από αυτόν στην [[πεζογραφία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέφρα:''' Ιων. [[τέφρη]], ἡ, [[στάχτη]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· επίσης, είδος καυστικής σκόνης ή καπνού, σε Αριστοφ.
}}
}}