Anonymous

τέραμνον: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[τέρεμνον]], τὸ, Α<br />([[κυρίως]] στον <b>Ευρ.</b> και μόνον στον πληθ.) <i>τὰ τέραμνα</i> και <i>τέρεμνα</i><br />οικήματα, [[οίκοι]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μια [[άποψη]], ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. της Ινδοευρωπαϊκής: οσκ. <i>triibum</i> «[[σπίτι]]», ομβρ. <i>tremnu</i> «[[σκηνή]]», αρχ. γαλατ. <i>treb</i> «[[σπίτι]]», λατ. <i>trabs</i> «[[δοκός]]», λιθουαν. <i>troba</i> «[[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[θεράπων]], [[θεράπνη]]), [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο [[φωνηεντισμός]] τών τ. Στην Ελληνική η λ. εμφανίζει δισύλλαβο θ. [[τέρα]]-<i>μνα</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τέρα]]-<i>βνα</i>), ενώ ο τ. <i>τέρεμνα</i> [[είναι]] [[είτε]] [[προϊόν]] αφομοίωσης, [[είτε]] [[προϊόν]] αναλογικής επίδρασης τών <i>βέλεμνα</i>, <i>κρήδεμνα</i>.———————— <b>(II)</b><br />και σπάν. τ. αρσ. [[τέραμνος]] Α<br /><b>1.</b> (<b>το ουδ.</b>) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και τον <b>Φώτ.</b>) «ἁπαλόν, ἑψανόν»<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (<b>στον εν.</b>) «[[κυψέλη]]» <br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τέραμνοι</i><br />«στεγανοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τερά</i>-<i>μων</i> «[[απαλός]], [[τρυφερός]]» <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>mno</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀτέραμνος]], [[ἀπάλαμνος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[τέρεμνον]], τὸ, Α<br />([[κυρίως]] στον <b>Ευρ.</b> και μόνον στον πληθ.) <i>τὰ τέραμνα</i> και <i>τέρεμνα</i><br />οικήματα, [[οίκοι]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μια [[άποψη]], ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. της Ινδοευρωπαϊκής: οσκ. <i>triibum</i> «[[σπίτι]]», ομβρ. <i>tremnu</i> «[[σκηνή]]», αρχ. γαλατ. <i>treb</i> «[[σπίτι]]», λατ. <i>trabs</i> «[[δοκός]]», λιθουαν. <i>troba</i> «[[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[θεράπων]], [[θεράπνη]]), [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο [[φωνηεντισμός]] τών τ. Στην Ελληνική η λ. εμφανίζει δισύλλαβο θ. [[τέρα]]-<i>μνα</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τέρα]]-<i>βνα</i>), ενώ ο τ. <i>τέρεμνα</i> [[είναι]] [[είτε]] [[προϊόν]] αφομοίωσης, [[είτε]] [[προϊόν]] αναλογικής επίδρασης τών <i>βέλεμνα</i>, <i>κρήδεμνα</i>.———————— <b>(II)</b><br />και σπάν. τ. αρσ. [[τέραμνος]] Α<br /><b>1.</b> (<b>το ουδ.</b>) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και τον <b>Φώτ.</b>) «ἁπαλόν, ἑψανόν»<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (<b>στον εν.</b>) «[[κυψέλη]]» <br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τέραμνοι</i><br />«στεγανοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τερά</i>-<i>μων</i> «[[απαλός]], [[τρυφερός]]» <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>mno</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀτέραμνος]], [[ἀπάλαμνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέραμνον:''' ή [[τέρεμνον]], τό, στον πληθ., [[θάλαμος]], [[οίκημα]], σε Ευρ.
}}
}}