Anonymous

τετράκλινος: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>κλινος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>κλινος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράκλῑνος:''' -ον ([[κλίνη]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] κλίνες, [[τέσσερα]] κρεβάτια, σε Λουκ.
}}
}}