Anonymous

τερψίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τέρπει τους θνητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>μροτός</i>). Για τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τέρπει τους θνητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>μροτός</i>). Για τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερψίμβροτος:''' -ον, αυτός που χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων, [[Ἥλιος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}