3,270,791
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τέχνασμα:''' -ατος, τό ([[τεχνάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, [[εργόχειρο]], <i>κέδρου τεχνάσματα</i>, λέγεται για κέδρινο [[φέρετρο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], στον ίδ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |