Anonymous

τεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τέχνη]]<br /><b>μέσ.</b> [[τεχνάζομαι]]<br />[[επινοώ]], [[σοφίζομαι]], [[σκαρφίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) [[δολοπλοκώ]], [[μηχανορραφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] με [[επινόηση]] («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[εφαρμόζω]] [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, φέρομαι με πανούργο ή δόλιο τρόπο («τοὺς [[λαγὼς]] θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[επινοώ]] με πανούργο τρόπο για να... («τεχνάζων προσπεσόντα τὸν ὑσσὸν μὴ μένειν ὀρθόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> κατασκευάζομαι εντέχνως («ἅμαξαι τετεχνασμέναι [[ὥσπερ]] οἰκήματα», Ιπποκρ.).
|mltxt=ΝΜΑ [[τέχνη]]<br /><b>μέσ.</b> [[τεχνάζομαι]]<br />[[επινοώ]], [[σοφίζομαι]], [[σκαρφίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) [[δολοπλοκώ]], [[μηχανορραφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] με [[επινόηση]] («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[εφαρμόζω]] [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, φέρομαι με πανούργο ή δόλιο τρόπο («τοὺς [[λαγὼς]] θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[επινοώ]] με πανούργο τρόπο για να... («τεχνάζων προσπεσόντα τὸν ὑσσὸν μὴ μένειν ὀρθόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> κατασκευάζομαι εντέχνως («ἅμαξαι τετεχνασμέναι [[ὥσπερ]] οἰκήματα», Ιπποκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεχνάζω:''' μέλ. <i>τεχνάσω</i> ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[τέχνη]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω [[χρήση]] τεχνασμάτων, φέρομαι με [[πανουργία]] ή δόλια, [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες ή υπεκφυγές, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., ευφυώς ή με [[πανουργία]] [[μηχανώμαι]], σε Αριστ.· ομοίως, Μέσ. αόρ. <i>ἐτεχνασάμην</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}