Anonymous

τερατουργός: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[τερατουργός]], -όν, ΝΑ <b>νεοελλ.</b> [[αγύρτης]], [[απατεώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, [[θαυματοποιός]], [[μάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό ως δημιουργό) [[επιτελώ]] έργα άξια θαυμασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό / [[τερατουργός]], -όν, ΝΑ <b>νεοελλ.</b> [[αγύρτης]], [[απατεώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, [[θαυματοποιός]], [[μάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό ως δημιουργό) [[επιτελώ]] έργα άξια θαυμασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερᾰτουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.
}}
}}