Anonymous

τολμητέον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τολμάω]], δεῖ τολμᾶν, [[τολμητέον]] τάδε Εὐρ. Μήδ. 1051, Ἴων 1387· μετ’ ἀπαρεμφ., [[τολμητέον]] τοι ξεστὸν ἐν ναοῦ λαβεῖν [[ἄγαλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 111· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 121, Πλάτ. Νόμ. 888A. ΙΙ. τολμητέος, α, ον, ὃν δεῖ τολμᾶν, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 4, σ. 113D.
|lstext='''τολμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τολμάω]], δεῖ τολμᾶν, [[τολμητέον]] τάδε Εὐρ. Μήδ. 1051, Ἴων 1387· μετ’ ἀπαρεμφ., [[τολμητέον]] τοι ξεστὸν ἐν ναοῦ λαβεῖν [[ἄγαλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 111· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 121, Πλάτ. Νόμ. 888A. ΙΙ. τολμητέος, α, ον, ὃν δεῖ τολμᾶν, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 4, σ. 113D.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τολμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να τολμήσει, σε Ευρ.
}}
}}