3,273,773
edits
(42) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τρέμω]], γρήγορη και μικρής διάρκειας παλμική [[κίνηση]] ενός σώματος οφειλόμενη σε [[φυσικά]] αίτια, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[ψύχος]], ή σε έντονα συναισθήματα, όπως [[είναι]] ο [[θυμός]], αλλ. [[τρεμούλα]], [[τρεμούλιασμα]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[τρομώδης]] [[κίνηση]] που οφείλεται στο [[αίσθημα]] φόβου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεγάλος]] και [[αιφνίδιος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> διαδοχικές, μικρές, σχετικά ρυθμικές ακούσιες κινήσεις ενός τμήματος ή ολόκληρου του σώματος εκτελούμενες [[γύρω]] από μια [[μέση]] [[θέση]], οι οποίες [[είναι]] επακόλουθο της ταυτόχρονης δραστηριότητας κινητικών μονάδων που [[είναι]] φυσιολογικά ασύγχρονες [[κατά]] την [[πραγματοποίηση]] τών εκούσιων κινήσεων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] που εμπνέει φόβο, το [[φόβητρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρόμος]] ηρεμίας»<br /><b>ιατρ.</b> [[τρόμος]] που εμφανίζεται όταν οι μύες βρίσκονται σε [[χαλάρωση]], όπως στη νόσο του Πάρκινσον, και του οποίου ο [[ρυθμός]] [[είναι]] [[βραδύς]] και [[κανονικός]]<br />β) «[[στατικός]] [[τρόμος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τρόμος]] που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διατήρηση]] μιας στάσης, [[είναι]] συχνότατα [[ιδιοπαθής]] και πολλές φορές [[οικογενής]] και ο [[ρυθμός]] του [[ταχύς]] και εμφανίζεται σε ενήλικα άτομα, όπως [[είναι]] ο [[γεροντικός]] [[τρόμος]], ή συνδυάζεται με [[θεραπεία]] με ορισμένα φάρμακα ή συνοδεύει και ορισμένες νευρολογικές παθήσεις<br />γ) «[[τρόμος]] ενεργείας»<br /><b>ιατρ.</b> [[τρόμος]] που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] εκούσιων κινήσεων και [[είναι]] [[χαρακτηριστικός]] τών συνδρόμων τα οποία σχετίζονται με την [[παρεγκεφαλίδα]]<br />δ) «[[φόβος]] και [[τρόμος]]»<br />i) [[μεγάλος]] [[φόβος]]<br />ii) (για πρόσ., ζώο ή πράγμ.) μεγάλο [[φόβητρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ακούσια [[κίνηση]] τών [[μυών]] ή του σώματος που οφείλεται σε [[ρίγος]] («[[τρόμος]] καὶ ῥίγος», Πλατ.)<br /><b>2.</b> [[δόνηση]] του εδάφους, [[σεισμός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ τρόμοι</i><br />ανατριχίλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρομ</i>- της ρίζας του ρ. [[τρέμω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρέμω]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τρέμω]], γρήγορη και μικρής διάρκειας παλμική [[κίνηση]] ενός σώματος οφειλόμενη σε [[φυσικά]] αίτια, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[ψύχος]], ή σε έντονα συναισθήματα, όπως [[είναι]] ο [[θυμός]], αλλ. [[τρεμούλα]], [[τρεμούλιασμα]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[τρομώδης]] [[κίνηση]] που οφείλεται στο [[αίσθημα]] φόβου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεγάλος]] και [[αιφνίδιος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> διαδοχικές, μικρές, σχετικά ρυθμικές ακούσιες κινήσεις ενός τμήματος ή ολόκληρου του σώματος εκτελούμενες [[γύρω]] από μια [[μέση]] [[θέση]], οι οποίες [[είναι]] επακόλουθο της ταυτόχρονης δραστηριότητας κινητικών μονάδων που [[είναι]] φυσιολογικά ασύγχρονες [[κατά]] την [[πραγματοποίηση]] τών εκούσιων κινήσεων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] που εμπνέει φόβο, το [[φόβητρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρόμος]] ηρεμίας»<br /><b>ιατρ.</b> [[τρόμος]] που εμφανίζεται όταν οι μύες βρίσκονται σε [[χαλάρωση]], όπως στη νόσο του Πάρκινσον, και του οποίου ο [[ρυθμός]] [[είναι]] [[βραδύς]] και [[κανονικός]]<br />β) «[[στατικός]] [[τρόμος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τρόμος]] που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διατήρηση]] μιας στάσης, [[είναι]] συχνότατα [[ιδιοπαθής]] και πολλές φορές [[οικογενής]] και ο [[ρυθμός]] του [[ταχύς]] και εμφανίζεται σε ενήλικα άτομα, όπως [[είναι]] ο [[γεροντικός]] [[τρόμος]], ή συνδυάζεται με [[θεραπεία]] με ορισμένα φάρμακα ή συνοδεύει και ορισμένες νευρολογικές παθήσεις<br />γ) «[[τρόμος]] ενεργείας»<br /><b>ιατρ.</b> [[τρόμος]] που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] εκούσιων κινήσεων και [[είναι]] [[χαρακτηριστικός]] τών συνδρόμων τα οποία σχετίζονται με την [[παρεγκεφαλίδα]]<br />δ) «[[φόβος]] και [[τρόμος]]»<br />i) [[μεγάλος]] [[φόβος]]<br />ii) (για πρόσ., ζώο ή πράγμ.) μεγάλο [[φόβητρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ακούσια [[κίνηση]] τών [[μυών]] ή του σώματος που οφείλεται σε [[ρίγος]] («[[τρόμος]] καὶ ῥίγος», Πλατ.)<br /><b>2.</b> [[δόνηση]] του εδάφους, [[σεισμός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ τρόμοι</i><br />ανατριχίλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρομ</i>- της ρίζας του ρ. [[τρέμω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρέμω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρόμος:''' ὁ ([[τρέμω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάρα]], [[τρεμούλιασμα]], [[κυρίως]] από φόβο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σύγκρυο]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |