Anonymous

τρώγω: Difference between revisions

From LSJ
686 bytes added ,  31 December 2018
6
(42)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[τρώω]] Ν, και δωρ. τ. [[τράγω]] Α<br />[[μασώ]] και [[καταπίνω]] [[στερεά]] ή ημιστερεά [[τροφή]], [[εσθίω]] (α. «ζεστό [[ψωμί]] δεν έφαγα / [[γλυκό]] [[κρασί]] δεν ήπια», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ὁ [[τρώγων]] μου τὴν [[σάρκα]] καὶ πίνων μου τὸ [[αἷμα]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παίρνω]] οποιαδήποτε [[τροφή]], [[γευματίζω]] (α. «κάθησε να φάμε [[μαζί]] το [[μεσημέρι]]» β. «φάγαμε [[σούπα]] και [[ψητό]]»)<br /><b>2.</b> μού αρέσει ένα [[φαγητό]] («δεν [[τρώω]] το [[τυρί]]»)<br /><b>3.</b> [[καταργώ]] [[νηστεία]], αρταίνομαι («έφαγε τη Μεγάλη Παρασκευή»)<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δαγκώνω]] («μ΄ έφαγαν τα κουνούπια»)<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]] [[φθορά]], [[καταστρέφω]] (α. «έφαγε ο [[σκόρος]] τα μάλλινα» β. «φοράει φαγωμένα παπούτσια»)<br /><b>6.</b> [[καταναλώνω]] πολύ, [[σπαταλώ]] (α. «το αυτοκίνητό του τρώει πολλή [[βενζίνη]]» β. «έφαγε όλη την [[περιουσία]] του στις γυναίκες»)<br /><b>7.</b> [[καταχρώμαι]] («έφαγε τα λεφτά της επιχείρησης»)<br /><b>8.</b> [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] σοβαρότατης επίπληξης ή τιμωρούμαι αυστηρά (α. «έφαγε μια [[κατσάδα]]» β. «έφαγε [[δέκα]] [[χρόνια]] [[φυλακή]]»)<br /><b>9.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]] (α. «[[πίσω]] και σ' έφαγα» β. «έφαγε κόσμο και κοσμάκη αυτός στην Κατοχή»)<br /><b>10.</b> [[νικώ]], [[καταβάλλω]] κάποιον («τον τρώει στο [[τρέξιμο]]»)<br /><b>11.</b> [[παρακαλώ]] ή [[παρακινώ]] φορτικά και ενοχλητικά (α. «μέ έφαγε να πάμε στον κινηματογράφο» β. «μού 'φαγε τ' αφτιά»)<br /><b>12.</b> [[περνώ]] μια περίοδο της ζωής μου («έφαγε τα [[νιάτα]] του στην [[φυλακή]]»)<br /><b>13.</b> [[βασανίζω]] πολύ («μέ έφαγε με τη [[γκρίνια]] του»)<br /><b>14.</b> [[λειώνω]] από [[λύπη]], [[αρρώστια]], [[στενοχώρια]] (α. «τον τρώει η [[ζήλεια]] του» β. «τον έφαγε ο [[καημός]] του παιδιού του»)<br /><b>15.</b> [[υφίσταμαι]] [[κακό]] (α. «έφαγα όλη τη [[βροχή]]» β. «έφαγα [[κατσάδα]]» γ. «έφαγα [[ξύλο]]»)<br /><b>16.</b> (μέσ. και παθ.) <i>τρώγομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[τροφή]], [[είμαι]] [[εδώδιμος]] («τα σταφύλια δεν τρώγονται, [[είναι]] άγουρα»)<br />β) [[επιδιώκω]] [[κάτι]] με [[επιμονή]] (α. «φαγώθηκε να παντρευτεί και [[μετά]] από έναν χρόνο χώρισε» β. «έναν χρόνο [[τώρα]] τρώγεται να του πάρω [[αυτοκίνητο]]»)<br />γ) [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] (α. «τρώγεται με τους συναδέλφους του» β. «τρώγονται σαν τα σκυλιά» — μαλώνουν διαρκώς)<br />δ) [[είμαι]] [[υποφερτός]] ή [[είμαι]] [[συμπαθής]] (α. «δεν [[είναι]] όμορφη, μα τρώγεται» β. «εσύ με [[τίποτε]] δεν τρώγεσαι πια» — είσαι εντελώς [[ανυπόφορος]])<br /><b>17.</b> (ως τριτοπρόσ.) [[μέ]] <i>τρώει</i><br />έχω κνησμό, έχω [[φαγούρα]] («μέ τρώει το [[γόνατο]]»)<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρώω]] τον άμπακο [ή τον κόρακα ή τον περίδρομο]» — [[καταναλώνω]] υπερβολικές ποσότητες φαγητού<br />β) «[[τρώω]] σαν [[λύκος]]» — [[τρώω]] με [[λαιμαργία]]<br />γ) «να τρώει η [[μάννα]] και του παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο [[φαγητό]]<br />δ) «τρώει άχυρα [ή πίτουρα ή λάχανα ή [[κουτόχορτο]]]» — [[είναι]] [[βλάκας]], [[ηλίθιος]]<br />ε) «το [[τρώω]] και μέ τρώει» — δεν [[αισθάνομαι]] τη [[νοστιμιά]] του φαγητού λόγω ανησυχίας ή θλίψης<br />στ) «τρώει το [[ψωμί]] [[χαράμι]]» — [[είναι]] [[άχρηστος]] [[άνθρωπος]]<br />ζ) «έφαγε το [[ψωμί]] [ή τα ψωμιά] του»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[είναι]] πολύ [[γέρος]], πλησιάζει το [[τέλος]] του<br />ii) (<b>για πράγμ.</b>) έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, έχει αχρηστευθεί<br />η) «έφαγε το [[χάπι]]» — έπεσε στην [[παγίδα]]<br />θ) «τρώει τα νύχια [ή τα [[μανίκια]]] του» — επιθυμεί έντονα, αδημονεί<br />ι) «έφαγε τα λυσσακά του» — προσπάθησε με [[κάθε]] τρόπο, κατέβαλε [[κάθε]] [[προσπάθεια]]<br />ια) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα [[παντού]]<br />ιβ) «έφαγα τα σκώτια μου» — έκανα [[κάθε]] [[προσπάθεια]]<br />ιγ) «τρώει τα σίδερα» — [[είναι]] [[ασυγκράτητος]], χαλάει τον κόσμο<br />ιδ) «τρώει τα [[λόγια]] του» — δυσκολεύεται στην [[προφορά]] τών λέξεων<br />ιε) «διαβάζοντας τρώει τα μισά» — παραλείπει [[κατά]] την [[ανάγνωση]]<br />ιστ) «τρώνε τα σάλια τους» — [[είναι]] [[στενά]] συνδεδεμένοι<br />ιζ) «[[μήτε]] [[ωμός]] τρώγεται, [[μήτε]] [[ψητός]]»<br />i) [[είναι]] [[ανυπόφορος]]<br />ii) [[είναι]] [[ασυμβίβαστος]]<br />ιη) «μαύρο [[φίδι]] που σ' έφαγε» — αλίμονό σου τί έχεις να πάθεις<br />ιθ) «[[τρώω]] το [[ψωμί]] του» — μέ συντηρεί<br />κ) «έφαγα το [[ψωμί]] του» — του [[πήρα]] τη [[θέση]]<br />κα) «[[τρώω]] τα τζιέρια κάποιου» — τον [[ταλαιπωρώ]] ή τον [[βασανίζω]] πολύ<br />κβ) «μ' έφαγαν τα σημάδια» — κατέληξα σε σωστό [[συμπέρασμα]] από μερικές ενδείξεις που είχα ότι θα μάς βρει ένα [[κακό]], μια [[συμφορά]]<br />κγ) «[[είμαι]] [[φαγωμένος]]» — έχω φάει<br />κδ) «έφαγε το [[ξύλο]] της χρονιάς του [ή όσες τρώει το [[νταούλι]] ή όσες τρώει το [[χταπόδι]]]» και «έφαγε [[παρά]] μίαν [[τεσσαράκοντα]]» — τον έδειραν ανελέητα<br />κε) «θα τίς φας» — [[απειλή]] σε κάποιον ότι θα ξυλοκοπηθεί<br />κστ) «έφαγε τη [[χυλόπιτα]]» ή «έφαγε την [[παπάρα]]»<br />i) απέτυχε σε μια ερωτική [[προσπάθεια]]<br />ii) τον έδιωξαν ως ανεπιθύμητο<br />κζ) «έφαγε το [[κεφάλι]] του»<br />i) ζημιώθηκε από [[σφάλμα]] που διέπραξε ο [[ίδιος]]<br />ii) έχασε τη ζωή του<br />κη) «τον έφαγε με τα λιμά» — τον κατέβαλε [[μολονότι]] ήταν πιο [[αδύνατος]], ή τον παραπλάνησε, τον παρέπεισε<br />κθ) «τρώγεται με τα ρούχα του» — [[είναι]] πολύ [[γκρινιάρης]] με τον εαυτό του και με όλους<br />λ) «τρώγονται σαν τα καβούρια [[μέσα]] στο [[σακούλι]]» — καταφέρονται ο [[ένας]] [[εναντίον]] του άλλου<br />λα) «τον τρώει η [[μύτη]] του [ή η [[ράχη]] του ή η [[παλάμη]]] του» — προκαλεί ο [[ίδιος]] την [[τιμωρία]] του<br />λβ) «τον τρώει η [[γλώσσα]] του» — [[είναι]] [[έτοιμος]] ν' αποκαλύψει [[μυστικό]]<br /><b>19.</b> <b>παροιμ.</b> α) «οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα [[παιδιά]] μουδιάζουν» — δηλώνει ότι τα σφάλματα τών γονέων έχουν αντίκτυπο στα [[παιδιά]] τους<br />β) «όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια» και «απόχει [[μαχαίρι]] τρώει [[πεπόνι]]» — δηλώνει ότι η [[δύναμη]] εξασφαλίζει την [[επιτυχία]]<br />γ) «τρώει ο [[χοίρος]] [ή η [[αλεπού]]] τα ξυράφια, μα στο [[βγάλσιμο]] τά βρίσκει» — δηλώνει ότι εκείνοι που ζουν με δάνεια, τά πληρώνουν αργότερα με τόκους<br />δ) «εφάγαμε το [[βόδι]] και απόμεινε η [[ουρά]] του» — λέγεται στις περιπτώσεις που έχει επιτελεστεί το μεγαλύτερο [[μέρος]] ενός έργου, μιας προσπάθειας, και μένει λίγο [[ωσότου]] ολοκληρωθεί, [[μέρος]] που ίσως [[είναι]] το ευκολότερο, [[αλλά]] μπορεί να [[είναι]] και δύσκολο<br />ε) «το ώριμο [[σύκο]] ο [[χοίρος]] το τρώει» — λέγεται για τις περιπτώσεις που τις ωραίες και άξιες γυναίκες τις παντρεύονται ανάξιοι πλούσιοι<br />στ) «φάτε μάτια ψάρια κι η [[κοιλιά]] περίδρομο» — λέγεται για [[κάτι]] που επιθυμεί [[κανείς]] [[πάρα]] πολύ [[αλλά]] δεν μπορεί να το γευθεί ή και να το απολαύσει<br />ζ) «το μεγάλο [[ψάρι]] τρώει το μικρό» — δηλώνει την ισχύ του νόμου της ζούγκλας, όπου [[σχεδόν]] σε όλες τις περιπτώσεις επικρατεί ο ισχυρότερος<br />η) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τά 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για ανώτερους ανθρώπους που ξέπεσαν και διασύρονται από κατώτερούς τους<br />θ) «ας τρώει η [[γριά]] κι ας μουρμουρίζει ο [[γέρος]]» — λέγεται για πολύ εγωιστές ανθρώπους<br />ι) «αν δεν φας δράκο, [[δράκος]] δεν γίνεσαι» ή «αν δεν φας [[στοιχειό]], [[στοιχειό]] δεν γίνεσαι» — δηλώνει ότι μόνον αν νικήσει [[κανείς]] έναν ισχυρό αντίπαλο γίνεται και ο [[ίδιος]] [[ισχυρός]]<br />ια) «όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο [[λύκος]] τρώει τα πρόβατα» — δηλώνει ότι όταν φιλονικούν οι κυβερνώντες, καταστρέφονται οι κυβερνώμενοι<br />ιβ) «όταν το [[πρόβατο]] ξεκόβεται απ' το [[κοπάδι]], το τρώει ο [[λύκος]]» — δηλώνει ότι όταν [[κάποιος]] αποχωρεί από ένα οργανωμένο [[σύνολο]] [[είναι]] καταδικασμένος να χρεωκοπήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτοφάγα]] κατοικίδια ζώα και σπάν. για σκυλιά) [[ροκανίζω]] [[κάτι]] με τα δόντια μου και το [[μασώ]] για να το καταπιώ<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μασώ]] και [[καταπίνω]] ωμά χόρτα, όσπρια και ξηρούς καρπούς, [[τραγανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τρώ</i>-<i>γ</i>-<i>ω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>tŗ</i>-<i>γ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>tre</i><i>ә</i><sub>3</sub>-<i>γ</i>-) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρίβω]], [[τρίβω]] με κυκλικές κινήσεις» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]]) και εμφανίζει μακρό το φωνηεντικό -<i>ŗ</i>- και ουρανικό [[ένθημα]] -<i>γ</i>-. Παρλλ. απαντούν και τ. σχηματισμένοι από θ. <i>τρăγ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>τřγ</i>- (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τραγ</i>-<i>εῖν</i>, <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>) της συνεσταλμένης βαθμίδας της μακρόφωνης ρίζας του ενεστ. (για την [[εναλλαγή]] αυτή, <b>πρβλ.</b> [[γλῶσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλώχ</i>-<i>ια</i>: <i>γλăσσᾶς</i><span style="color: red;"><</span> <i>γλăχ</i>-<i>ια</i>].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[τρώω]] Ν, και δωρ. τ. [[τράγω]] Α<br />[[μασώ]] και [[καταπίνω]] [[στερεά]] ή ημιστερεά [[τροφή]], [[εσθίω]] (α. «ζεστό [[ψωμί]] δεν έφαγα / [[γλυκό]] [[κρασί]] δεν ήπια», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ὁ [[τρώγων]] μου τὴν [[σάρκα]] καὶ πίνων μου τὸ [[αἷμα]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παίρνω]] οποιαδήποτε [[τροφή]], [[γευματίζω]] (α. «κάθησε να φάμε [[μαζί]] το [[μεσημέρι]]» β. «φάγαμε [[σούπα]] και [[ψητό]]»)<br /><b>2.</b> μού αρέσει ένα [[φαγητό]] («δεν [[τρώω]] το [[τυρί]]»)<br /><b>3.</b> [[καταργώ]] [[νηστεία]], αρταίνομαι («έφαγε τη Μεγάλη Παρασκευή»)<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δαγκώνω]] («μ΄ έφαγαν τα κουνούπια»)<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]] [[φθορά]], [[καταστρέφω]] (α. «έφαγε ο [[σκόρος]] τα μάλλινα» β. «φοράει φαγωμένα παπούτσια»)<br /><b>6.</b> [[καταναλώνω]] πολύ, [[σπαταλώ]] (α. «το αυτοκίνητό του τρώει πολλή [[βενζίνη]]» β. «έφαγε όλη την [[περιουσία]] του στις γυναίκες»)<br /><b>7.</b> [[καταχρώμαι]] («έφαγε τα λεφτά της επιχείρησης»)<br /><b>8.</b> [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] σοβαρότατης επίπληξης ή τιμωρούμαι αυστηρά (α. «έφαγε μια [[κατσάδα]]» β. «έφαγε [[δέκα]] [[χρόνια]] [[φυλακή]]»)<br /><b>9.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]] (α. «[[πίσω]] και σ' έφαγα» β. «έφαγε κόσμο και κοσμάκη αυτός στην Κατοχή»)<br /><b>10.</b> [[νικώ]], [[καταβάλλω]] κάποιον («τον τρώει στο [[τρέξιμο]]»)<br /><b>11.</b> [[παρακαλώ]] ή [[παρακινώ]] φορτικά και ενοχλητικά (α. «μέ έφαγε να πάμε στον κινηματογράφο» β. «μού 'φαγε τ' αφτιά»)<br /><b>12.</b> [[περνώ]] μια περίοδο της ζωής μου («έφαγε τα [[νιάτα]] του στην [[φυλακή]]»)<br /><b>13.</b> [[βασανίζω]] πολύ («μέ έφαγε με τη [[γκρίνια]] του»)<br /><b>14.</b> [[λειώνω]] από [[λύπη]], [[αρρώστια]], [[στενοχώρια]] (α. «τον τρώει η [[ζήλεια]] του» β. «τον έφαγε ο [[καημός]] του παιδιού του»)<br /><b>15.</b> [[υφίσταμαι]] [[κακό]] (α. «έφαγα όλη τη [[βροχή]]» β. «έφαγα [[κατσάδα]]» γ. «έφαγα [[ξύλο]]»)<br /><b>16.</b> (μέσ. και παθ.) <i>τρώγομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[τροφή]], [[είμαι]] [[εδώδιμος]] («τα σταφύλια δεν τρώγονται, [[είναι]] άγουρα»)<br />β) [[επιδιώκω]] [[κάτι]] με [[επιμονή]] (α. «φαγώθηκε να παντρευτεί και [[μετά]] από έναν χρόνο χώρισε» β. «έναν χρόνο [[τώρα]] τρώγεται να του πάρω [[αυτοκίνητο]]»)<br />γ) [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] (α. «τρώγεται με τους συναδέλφους του» β. «τρώγονται σαν τα σκυλιά» — μαλώνουν διαρκώς)<br />δ) [[είμαι]] [[υποφερτός]] ή [[είμαι]] [[συμπαθής]] (α. «δεν [[είναι]] όμορφη, μα τρώγεται» β. «εσύ με [[τίποτε]] δεν τρώγεσαι πια» — είσαι εντελώς [[ανυπόφορος]])<br /><b>17.</b> (ως τριτοπρόσ.) [[μέ]] <i>τρώει</i><br />έχω κνησμό, έχω [[φαγούρα]] («μέ τρώει το [[γόνατο]]»)<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρώω]] τον άμπακο [ή τον κόρακα ή τον περίδρομο]» — [[καταναλώνω]] υπερβολικές ποσότητες φαγητού<br />β) «[[τρώω]] σαν [[λύκος]]» — [[τρώω]] με [[λαιμαργία]]<br />γ) «να τρώει η [[μάννα]] και του παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο [[φαγητό]]<br />δ) «τρώει άχυρα [ή πίτουρα ή λάχανα ή [[κουτόχορτο]]]» — [[είναι]] [[βλάκας]], [[ηλίθιος]]<br />ε) «το [[τρώω]] και μέ τρώει» — δεν [[αισθάνομαι]] τη [[νοστιμιά]] του φαγητού λόγω ανησυχίας ή θλίψης<br />στ) «τρώει το [[ψωμί]] [[χαράμι]]» — [[είναι]] [[άχρηστος]] [[άνθρωπος]]<br />ζ) «έφαγε το [[ψωμί]] [ή τα ψωμιά] του»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[είναι]] πολύ [[γέρος]], πλησιάζει το [[τέλος]] του<br />ii) (<b>για πράγμ.</b>) έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, έχει αχρηστευθεί<br />η) «έφαγε το [[χάπι]]» — έπεσε στην [[παγίδα]]<br />θ) «τρώει τα νύχια [ή τα [[μανίκια]]] του» — επιθυμεί έντονα, αδημονεί<br />ι) «έφαγε τα λυσσακά του» — προσπάθησε με [[κάθε]] τρόπο, κατέβαλε [[κάθε]] [[προσπάθεια]]<br />ια) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα [[παντού]]<br />ιβ) «έφαγα τα σκώτια μου» — έκανα [[κάθε]] [[προσπάθεια]]<br />ιγ) «τρώει τα σίδερα» — [[είναι]] [[ασυγκράτητος]], χαλάει τον κόσμο<br />ιδ) «τρώει τα [[λόγια]] του» — δυσκολεύεται στην [[προφορά]] τών λέξεων<br />ιε) «διαβάζοντας τρώει τα μισά» — παραλείπει [[κατά]] την [[ανάγνωση]]<br />ιστ) «τρώνε τα σάλια τους» — [[είναι]] [[στενά]] συνδεδεμένοι<br />ιζ) «[[μήτε]] [[ωμός]] τρώγεται, [[μήτε]] [[ψητός]]»<br />i) [[είναι]] [[ανυπόφορος]]<br />ii) [[είναι]] [[ασυμβίβαστος]]<br />ιη) «μαύρο [[φίδι]] που σ' έφαγε» — αλίμονό σου τί έχεις να πάθεις<br />ιθ) «[[τρώω]] το [[ψωμί]] του» — μέ συντηρεί<br />κ) «έφαγα το [[ψωμί]] του» — του [[πήρα]] τη [[θέση]]<br />κα) «[[τρώω]] τα τζιέρια κάποιου» — τον [[ταλαιπωρώ]] ή τον [[βασανίζω]] πολύ<br />κβ) «μ' έφαγαν τα σημάδια» — κατέληξα σε σωστό [[συμπέρασμα]] από μερικές ενδείξεις που είχα ότι θα μάς βρει ένα [[κακό]], μια [[συμφορά]]<br />κγ) «[[είμαι]] [[φαγωμένος]]» — έχω φάει<br />κδ) «έφαγε το [[ξύλο]] της χρονιάς του [ή όσες τρώει το [[νταούλι]] ή όσες τρώει το [[χταπόδι]]]» και «έφαγε [[παρά]] μίαν [[τεσσαράκοντα]]» — τον έδειραν ανελέητα<br />κε) «θα τίς φας» — [[απειλή]] σε κάποιον ότι θα ξυλοκοπηθεί<br />κστ) «έφαγε τη [[χυλόπιτα]]» ή «έφαγε την [[παπάρα]]»<br />i) απέτυχε σε μια ερωτική [[προσπάθεια]]<br />ii) τον έδιωξαν ως ανεπιθύμητο<br />κζ) «έφαγε το [[κεφάλι]] του»<br />i) ζημιώθηκε από [[σφάλμα]] που διέπραξε ο [[ίδιος]]<br />ii) έχασε τη ζωή του<br />κη) «τον έφαγε με τα λιμά» — τον κατέβαλε [[μολονότι]] ήταν πιο [[αδύνατος]], ή τον παραπλάνησε, τον παρέπεισε<br />κθ) «τρώγεται με τα ρούχα του» — [[είναι]] πολύ [[γκρινιάρης]] με τον εαυτό του και με όλους<br />λ) «τρώγονται σαν τα καβούρια [[μέσα]] στο [[σακούλι]]» — καταφέρονται ο [[ένας]] [[εναντίον]] του άλλου<br />λα) «τον τρώει η [[μύτη]] του [ή η [[ράχη]] του ή η [[παλάμη]]] του» — προκαλεί ο [[ίδιος]] την [[τιμωρία]] του<br />λβ) «τον τρώει η [[γλώσσα]] του» — [[είναι]] [[έτοιμος]] ν' αποκαλύψει [[μυστικό]]<br /><b>19.</b> <b>παροιμ.</b> α) «οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα [[παιδιά]] μουδιάζουν» — δηλώνει ότι τα σφάλματα τών γονέων έχουν αντίκτυπο στα [[παιδιά]] τους<br />β) «όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια» και «απόχει [[μαχαίρι]] τρώει [[πεπόνι]]» — δηλώνει ότι η [[δύναμη]] εξασφαλίζει την [[επιτυχία]]<br />γ) «τρώει ο [[χοίρος]] [ή η [[αλεπού]]] τα ξυράφια, μα στο [[βγάλσιμο]] τά βρίσκει» — δηλώνει ότι εκείνοι που ζουν με δάνεια, τά πληρώνουν αργότερα με τόκους<br />δ) «εφάγαμε το [[βόδι]] και απόμεινε η [[ουρά]] του» — λέγεται στις περιπτώσεις που έχει επιτελεστεί το μεγαλύτερο [[μέρος]] ενός έργου, μιας προσπάθειας, και μένει λίγο [[ωσότου]] ολοκληρωθεί, [[μέρος]] που ίσως [[είναι]] το ευκολότερο, [[αλλά]] μπορεί να [[είναι]] και δύσκολο<br />ε) «το ώριμο [[σύκο]] ο [[χοίρος]] το τρώει» — λέγεται για τις περιπτώσεις που τις ωραίες και άξιες γυναίκες τις παντρεύονται ανάξιοι πλούσιοι<br />στ) «φάτε μάτια ψάρια κι η [[κοιλιά]] περίδρομο» — λέγεται για [[κάτι]] που επιθυμεί [[κανείς]] [[πάρα]] πολύ [[αλλά]] δεν μπορεί να το γευθεί ή και να το απολαύσει<br />ζ) «το μεγάλο [[ψάρι]] τρώει το μικρό» — δηλώνει την ισχύ του νόμου της ζούγκλας, όπου [[σχεδόν]] σε όλες τις περιπτώσεις επικρατεί ο ισχυρότερος<br />η) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τά 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για ανώτερους ανθρώπους που ξέπεσαν και διασύρονται από κατώτερούς τους<br />θ) «ας τρώει η [[γριά]] κι ας μουρμουρίζει ο [[γέρος]]» — λέγεται για πολύ εγωιστές ανθρώπους<br />ι) «αν δεν φας δράκο, [[δράκος]] δεν γίνεσαι» ή «αν δεν φας [[στοιχειό]], [[στοιχειό]] δεν γίνεσαι» — δηλώνει ότι μόνον αν νικήσει [[κανείς]] έναν ισχυρό αντίπαλο γίνεται και ο [[ίδιος]] [[ισχυρός]]<br />ια) «όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο [[λύκος]] τρώει τα πρόβατα» — δηλώνει ότι όταν φιλονικούν οι κυβερνώντες, καταστρέφονται οι κυβερνώμενοι<br />ιβ) «όταν το [[πρόβατο]] ξεκόβεται απ' το [[κοπάδι]], το τρώει ο [[λύκος]]» — δηλώνει ότι όταν [[κάποιος]] αποχωρεί από ένα οργανωμένο [[σύνολο]] [[είναι]] καταδικασμένος να χρεωκοπήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτοφάγα]] κατοικίδια ζώα και σπάν. για σκυλιά) [[ροκανίζω]] [[κάτι]] με τα δόντια μου και το [[μασώ]] για να το καταπιώ<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μασώ]] και [[καταπίνω]] ωμά χόρτα, όσπρια και ξηρούς καρπούς, [[τραγανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τρώ</i>-<i>γ</i>-<i>ω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>tŗ</i>-<i>γ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>tre</i><i>ә</i><sub>3</sub>-<i>γ</i>-) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρίβω]], [[τρίβω]] με κυκλικές κινήσεις» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]]) και εμφανίζει μακρό το φωνηεντικό -<i>ŗ</i>- και ουρανικό [[ένθημα]] -<i>γ</i>-. Παρλλ. απαντούν και τ. σχηματισμένοι από θ. <i>τρăγ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>τřγ</i>- (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τραγ</i>-<i>εῖν</i>, <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>) της συνεσταλμένης βαθμίδας της μακρόφωνης ρίζας του ενεστ. (για την [[εναλλαγή]] αυτή, <b>πρβλ.</b> [[γλῶσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλώχ</i>-<i>ια</i>: <i>γλăσσᾶς</i><span style="color: red;"><</span> <i>γλăχ</i>-<i>ια</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρώγω:''' μέλ. <i>τρώξομαι</i>, αόρ. <i>ἔτρωξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτρᾰγον</i> — Παθ., παρακ. <i>τέτρωγμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κατατρώγω]], [[μασουλώ]], [[τραγανίζω]], λέγεται για [[φυτοφάγα]] ζώα, όπως τα μουλάρια, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Αριστοφ.· λέγεται για τα βοοειδή, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους ανθρώπους, [[τρώω]] [[λαχανικά]] ή καρπούς, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}