Anonymous

τορεύς: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[σμίλη]], το [[κοπίδι]] του τορευτή<br /><b>2.</b> [[είδος]] τρυπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωπ</i>-<i>εύς</i>: [[κώπη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[τορεύω]].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[σμίλη]], το [[κοπίδι]] του τορευτή<br /><b>2.</b> [[είδος]] τρυπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωπ</i>-<i>εύς</i>: [[κώπη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[τορεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τορεύς:''' -έως, ὁ ([[τείρω]]), αυτός που διατρυπάει, σε Ανθ.
}}
}}