Anonymous

τριχόβρως: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α<br />αυτός που τρώει τις [[τρίχες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> μεταδοτική [[πάθηση]] του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>oἱ τριχόβρωτες</i> και <i>τριχοβρῶτες</i><br />οι σκόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βρώς</i>].
|mltxt=-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α<br />αυτός που τρώει τις [[τρίχες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> μεταδοτική [[πάθηση]] του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>oἱ τριχόβρωτες</i> και <i>τριχοβρῶτες</i><br />οι σκόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βρώς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}