Anonymous

τραγηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τράγημα]], <i>τραγήματος</i>]<br />[[τρώω]] τραγήματα.
|mltxt=Α [[τράγημα]], <i>τραγήματος</i>]<br />[[τρώω]] τραγήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγημᾰτίζω:''' [[τρώω]] ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, <i>τραγηματίζομαι</i>, σε Θεόφρ.
}}
}}