3,277,050
edits
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια<br /><b>2.</b> (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φθάνει τους [[τρεις]] πόδες σε [[μήκος]] ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δε τρίπηχυν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>πόδης</i>]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια<br /><b>2.</b> (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φθάνει τους [[τρεις]] πόδες σε [[μήκος]] ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δε τρίπηχυν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>πόδης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐπόδης:''' -ου, ὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] τριων ποδιών, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |