Anonymous

ὑλοβάτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑλοβάτης]], ΝΑ, και [[ὑλιβάτης]] και ὑλίβατος και [[ὑληβάτης]] και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας [[υλοβατίδες]], κν. γίββονας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] / -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βάτης]]. Ο τ. <i>ὑλι</i>-[[βάτης]], [[κατά]] το <i>ὀρι</i>-[[βάτης]]. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hylobates</i>].
|mltxt=ο / [[ὑλοβάτης]], ΝΑ, και [[ὑλιβάτης]] και ὑλίβατος και [[ὑληβάτης]] και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας [[υλοβατίδες]], κν. γίββονας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] / -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βάτης]]. Ο τ. <i>ὑλι</i>-[[βάτης]], [[κατά]] το <i>ὀρι</i>-[[βάτης]]. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hylobates</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
}}
}}