Anonymous

ὑμνοπόλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑμνηπόλος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[σύνθεση]] ύμνων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑμνοπόλος]]<br />ο [[ποιητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πόλος]].
|mltxt=και [[ὑμνηπόλος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[σύνθεση]] ύμνων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑμνοπόλος]]<br />ο [[ποιητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοπόλος]], ὁ, [[ποιητής]], [[υμνητής]], σε Ανθ.
}}
}}