3,260,316
edits
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ταΰσιος]], -ία, -ον, Α<br />[[μάταιος]], [[ανώφελος]] («τηϋσίην ὁδόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί —μέσω μιας αρχικής σημ. «[[απατηλός]]»— στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>t</i><i>ā</i><i>i</i>- «[[κλέβω]]», <i>t</i><i>ā</i><i>iu</i>-<i>s</i>- «[[κλέφτης]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. με σημ. «[[κλέφτης]]» αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>yu</i>, αβεστ. <i>t</i><i>ā</i><i>yu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>tatb</i>, με οδοντική [[παρέκταση]]). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, το επίθ. [[τηΰσιος]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>τηΰς</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>t</i><i>ā</i><i>iu</i>-<i>s</i>) με κατάλ. -<i>σιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐτώσιος]]: [[ἐτός]]). Η λ., [[τέλος]], συνδέεται με το ρ. <i>τητῶμαι</i>]. | |mltxt=και [[ταΰσιος]], -ία, -ον, Α<br />[[μάταιος]], [[ανώφελος]] («τηϋσίην ὁδόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί —μέσω μιας αρχικής σημ. «[[απατηλός]]»— στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>t</i><i>ā</i><i>i</i>- «[[κλέβω]]», <i>t</i><i>ā</i><i>iu</i>-<i>s</i>- «[[κλέφτης]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. με σημ. «[[κλέφτης]]» αρχ. ινδ. <i>t</i><i>ā</i><i>yu</i>, αβεστ. <i>t</i><i>ā</i><i>yu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>tatb</i>, με οδοντική [[παρέκταση]]). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, το επίθ. [[τηΰσιος]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>τηΰς</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>t</i><i>ā</i><i>iu</i>-<i>s</i>) με κατάλ. -<i>σιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐτώσιος]]: [[ἐτός]]). Η λ., [[τέλος]], συνδέεται με το ρ. <i>τητῶμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τηΰσιος:''' Δωρ. τᾶΰσιος, -α (Ιων. -η), -ον, [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άσκοπος]], σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. <i>τηϋσίως</i>, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |