Anonymous

ὑδρωπικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρωπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὕδρωψ]], -<i>ωπος</i>]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδρωπικόν</i><br />η [[νόσος]] ύδρωπας.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρωπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὕδρωψ]], -<i>ωπος</i>]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδρωπικόν</i><br />η [[νόσος]] ύδρωπας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑδρωπικός:''' -ή, -όν, [[υδρωπικός]], [[οιδηματώδης]]· μεταφ., [[ναῦς]] ὑδρωπική, σε Ανθ.
}}
}}