Anonymous

ὑπέροπλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υπερβολική [[πίστη]] στη [[δύναμη]] τών όπλων του<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπεροπτικός]], [[περήφανος]]<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[υπερβολικός]] («ἄταν ὑπέροπλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[δυνατός]]<br /><b>5.</b> (για ψάρια) [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> (στον Όμ.) «ὑπέροπλον ἔειπεν» — μίλησε με [[υπεροψία]] και [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>οπλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υπερβολική [[πίστη]] στη [[δύναμη]] τών όπλων του<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπεροπτικός]], [[περήφανος]]<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[υπερβολικός]] («ἄταν ὑπέροπλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[δυνατός]]<br /><b>5.</b> (για ψάρια) [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> (στον Όμ.) «ὑπέροπλον ἔειπεν» — μίλησε με [[υπεροψία]] και [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>οπλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέροπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που με [[υπερηφάνεια]] έχει [[εμπιστοσύνη]], πιστεύει στη [[δύναμη]] των όπλων του, απείθαρχος, [[θρασύς]], [[αυθάδης]], ὑπέροπλον [[εἰπεῖν]] (ως επίρρ.), [[μιλώ]] με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἠνορέη]], [[βίη]] [[ὑπέροπλος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για καταστάσεις, [[υπερβολικός]], [[συντριπτικός]], αυτός που τσακίζει, συντρίβει, καταβάλλει, σε Πίνδ.
}}
}}