Anonymous

ὑπεμνήμυκε: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) [[είναι]] [[σκυφτός]], έχει το [[κεφάλι]] σκυφτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του ρ. [[ὑπημύω]] σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. <i>ὑπεμήμυκε</i> (με [[αττικό]] διπλασιασμό, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμῶ</i>: <i>ἐμήμεκα</i>) με την [[προσθήκη]] του -<i>ν</i>-, η οποία επιτρέπει τη [[μετρική]] [[έκταση]] του προηγούμενου φωνήεντος].
|mltxt=Α<br />(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) [[είναι]] [[σκυφτός]], έχει το [[κεφάλι]] σκυφτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του ρ. [[ὑπημύω]] σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. <i>ὑπεμήμυκε</i> (με [[αττικό]] διπλασιασμό, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμῶ</i>: <i>ἐμήμεκα</i>) με την [[προσθήκη]] του -<i>ν</i>-, η οποία επιτρέπει τη [[μετρική]] [[έκταση]] του προηγούμενου φωνήεντος].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεμνήμῡκε:''' Επικ. παρακ. του <i>ὑπ-[[ημύω]]</i>, χαμηλώνει το [[κεφάλι]] του, στέκεται με το [[κεφάλι]] του χαμηλωμένο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}