Anonymous

ὑπόνοια: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπόνοια]], ΝΑ [[ὑπονοῶ]]<br /><b>1.</b> [[ιδέα]] που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, [[εικασία]]<br /><b>2.</b> [[υποψία]] (α. «έχω την [[υπόνοια]] ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αμφιβολία]], [[αβεβαιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μια [[υπόνοια]]»<br /><b>μτφ.</b> πολύ μικρή [[ποσότητα]] («[[θέλω]] μια [[υπόνοια]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]] μου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]] που δεν εκφράζεται, δεν διατυπώνεται<br /><b>2.</b> ο βαθύτερος, [[αληθινός]] [[σκοπός]]<br /><b>3.</b> η βαθύτερη [[έννοια]] τών μύθων και τών αλληγοριών<br /><b>4.</b> [[υποκίνηση]], [[παρακίνηση]]<br /><b>5.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>6.</b> [[καταλογισμός]] ευθυνών<br /><b>7.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερηφανία]], [[θράσος]]»<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ὑπόνοιαν» και «δι' ὑπονοιῶν» — συγκεκαλυμμένα (<b>Πολ.</b>)<br />β) «καθ' ὑπόνοιαν» — αντίθετα με αυτό που αναμενόταν <b>(Κόιντ.)</b>.
|mltxt=η / [[ὑπόνοια]], ΝΑ [[ὑπονοῶ]]<br /><b>1.</b> [[ιδέα]] που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, [[εικασία]]<br /><b>2.</b> [[υποψία]] (α. «έχω την [[υπόνοια]] ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αμφιβολία]], [[αβεβαιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μια [[υπόνοια]]»<br /><b>μτφ.</b> πολύ μικρή [[ποσότητα]] («[[θέλω]] μια [[υπόνοια]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]] μου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]] που δεν εκφράζεται, δεν διατυπώνεται<br /><b>2.</b> ο βαθύτερος, [[αληθινός]] [[σκοπός]]<br /><b>3.</b> η βαθύτερη [[έννοια]] τών μύθων και τών αλληγοριών<br /><b>4.</b> [[υποκίνηση]], [[παρακίνηση]]<br /><b>5.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>6.</b> [[καταλογισμός]] ευθυνών<br /><b>7.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερηφανία]], [[θράσος]]»<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «καθ' ὑπόνοιαν» και «δι' ὑπονοιῶν» — συγκεκαλυμμένα (<b>Πολ.</b>)<br />β) «καθ' ὑπόνοιαν» — αντίθετα με αυτό που αναμενόταν <b>(Κόιντ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόνοια:''' ἡ ([[ὑπονοέω]]), [[κρυφή]] [[σκέψη]],<br /><b class="num">I.</b> [[υποψία]], [[εικασία]], [[πρόβλεψη]], [[εκτίμηση]], [[υπόθεση]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὑπόνοιαι [[τῶν]] μελλόντων, γνώμες σχηματισμένες για μελλοντικά γεγονότα, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αντικειμενική, πραγματική [[σημασία]] ενός πράγματος, [[αληθινός]] [[σκοπός]], βαθύτερη [[σημασία]], σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}