Anonymous

ὑπόπορτις: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όρτιος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[αγελάδα]]) αυτή που έχει [[κάτω]] από τον μαστό της [[μοσχάρι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μητέρα]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρτις]] «νεαρή [[αγελάδα]]»].
|mltxt=-όρτιος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[αγελάδα]]) αυτή που έχει [[κάτω]] από τον μαστό της [[μοσχάρι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μητέρα]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρτις]] «νεαρή [[αγελάδα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπορτις:''' -ιος, ἡ, αυτή που έχει από [[κάτω]] της ένα [[μοσχαράκι]], λέγεται για [[αγελάδα]]· μεταφ., για [[γυναίκα]], σε Ησίοδ.
}}
}}