Anonymous

ὑπεικτέον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_20)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπείκω]], πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β.
|lstext='''ὑπεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπείκω]], πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεικτέον:''' ρημ. επίθ., αυτο στο οποίο [[κάποιος]] πρέπει να ενδώσει, υποταχθεί, σε Σοφ., Πλάτ.
}}
}}