Anonymous

ὑπνώω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[νυστάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὑπνώω]] παράγεται από την λ. [[ὕπνος]] και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[έκταση]] από έναν τ. ενεστ. [[ὑπνάω]], -<i>ῶ</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἱδρώω]]].
|mltxt=Α<br />[[νυστάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὑπνώω]] παράγεται από την λ. [[ὕπνος]] και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[έκταση]] από έναν τ. ενεστ. [[ὑπνάω]], -<i>ῶ</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἱδρώω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπνώω:''' αντί [[ὑπνάω]] = [[ὑπνώσσω]], [[κοιμάμαι]], σε Όμηρ.
}}
}}