Anonymous

ὑσμίνη: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[αγώνας]], [[μάχη]] («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὑσμίνη]] μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>jeu</i>-<i>dh</i>- με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ' [[επέκταση]] «[[πολεμώ]]» —με την [[έννοια]] ότι η [[μάχη]] [[είναι]] ένα [[είδος]] ζωηρής κίνησης, ταραχής— και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yudhma</i>- «[[πολεμιστής]]», <i>yudh</i>- «[[μάχη]]», λιθουαν. <i>judu</i> «κινούμαι», <i>judus</i> «[[εριστικός]]», λατ. <i>jubeo</i> «[[διατάζω]], [[κάνω]] κάποιον να κινηθεί». Ο ελλ. τ. [[ὑσμίνη]] έχει προέλθει —με [[μετάβαση]] στη θεματική [[κλίση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλκή]]: δοτ. [[ἀλκί]])— από ένα αρχικό αθέματο ουσ., το οποίο απαντά μόνο στον τ. της δοτ. <i>ὑσμῖνι</i> και το οποίο έχει σχηματιστεί με το αρχαϊκό [[επίθημα]] -(<i>μ</i>)<i>ις</i>, -(<i>μ</i>)<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥηγ</i>-<i>μίς</i>, <i>στα</i>-<i>μίς</i>) από έναν τ. <i>ὑσμός</i> (<i>judh</i>-<i>s</i>-<i>mos</i>), αντίστοιχο του αρχ. ινδ. <i>yudh</i>-<i>ma</i> «[[πολεμιστής]]» (η κατάλ. -<i>σμος</i> του ελλ. τ. [[αντί]] -<i>μος</i> [[είναι]] πιθ. αναλογική). Η λ. [[ὑσμίνη]], [[τέλος]], [[είναι]] [[παλαιός]] τ. της επικής και λυρικής ποίησης, με σημ. παρόμοια με τη σημ. τών λ. [[μάχη]], [[πόλεμος]] και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της λ. [[ὅμιλος]].
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[αγώνας]], [[μάχη]] («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὑσμίνη]] μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>jeu</i>-<i>dh</i>- με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ' [[επέκταση]] «[[πολεμώ]]» —με την [[έννοια]] ότι η [[μάχη]] [[είναι]] ένα [[είδος]] ζωηρής κίνησης, ταραχής— και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yudhma</i>- «[[πολεμιστής]]», <i>yudh</i>- «[[μάχη]]», λιθουαν. <i>judu</i> «κινούμαι», <i>judus</i> «[[εριστικός]]», λατ. <i>jubeo</i> «[[διατάζω]], [[κάνω]] κάποιον να κινηθεί». Ο ελλ. τ. [[ὑσμίνη]] έχει προέλθει —με [[μετάβαση]] στη θεματική [[κλίση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλκή]]: δοτ. [[ἀλκί]])— από ένα αρχικό αθέματο ουσ., το οποίο απαντά μόνο στον τ. της δοτ. <i>ὑσμῖνι</i> και το οποίο έχει σχηματιστεί με το αρχαϊκό [[επίθημα]] -(<i>μ</i>)<i>ις</i>, -(<i>μ</i>)<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥηγ</i>-<i>μίς</i>, <i>στα</i>-<i>μίς</i>) από έναν τ. <i>ὑσμός</i> (<i>judh</i>-<i>s</i>-<i>mos</i>), αντίστοιχο του αρχ. ινδ. <i>yudh</i>-<i>ma</i> «[[πολεμιστής]]» (η κατάλ. -<i>σμος</i> του ελλ. τ. [[αντί]] -<i>μος</i> [[είναι]] πιθ. αναλογική). Η λ. [[ὑσμίνη]], [[τέλος]], [[είναι]] [[παλαιός]] τ. της επικής και λυρικής ποίησης, με σημ. παρόμοια με τη σημ. τών λ. [[μάχη]], [[πόλεμος]] και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της λ. [[ὅμιλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑσμίνη:''' [ῑ], ἡ, [[αγώνας]], [[πάλη]], [[μάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. [[ὑσμῖνι]], όπως αν προερχόταν από τα <i>ὑσμίν</i> ή <i>ὑσμίς</i>, στο ίδ.
}}
}}