Anonymous

φαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6,357 bytes added ,  31 December 2018
6
(44)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>βλ.</b> [[φαίνομαι]].———————— <b>(II)</b><br />ΝΜ<br /><b>βλ.</b> [[υφαίνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>βλ.</b> [[φαίνομαι]].———————— <b>(II)</b><br />ΝΜ<br /><b>βλ.</b> [[υφαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φαίνω:''' Επικ. [[φαείνω]], μέλ. <i>φᾰνῶ</i>, Ιων. <i>φᾰνέω</i>· ευκτ. <i>φᾰνοίην</i>, αόρ. αʹ [[ἔφηνα]], Δωρ. <i>ἔφᾶνα</i>· Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ [[φάνεσκε]]· παρακ. <i>πέφαγκα</i>· αμτβ. παρακ. [[πέφηνα]] — Μέσ., μέλ. <i>φᾰνοῦμαι</i>, Ιων. <i>φᾰνέομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφηνάμην</i> — Παθ., Ιων. προστ. [[φαινέσκετο]], μέλ. βʹ <i>φᾰνήσομαι</i> ([[ποτέ]] <i>φανθήσομαι</i>)· Επικ. γʹ ενικ. μέλ. <i>πεφήσεται</i>· αόρ. αʹ <i>ἐφάνθην</i>, Επικ. [[ἐφαάνθην]], γʹ πληθ. [[φάανθεν]], αόρ. βʹ [[ἐφάνην]] [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. [[φάνεν]]· Επικ. υποτ. [[φανήῃ]], απαρ. [[φανήμεναι]], παρακ. [[πέφασμαι]], γʹ ενικ. [[πέφανται]], απαρ. <i>πεφάνθαι</i>, μτχ. [[πεφασμένος]], γʹ πληθ. υπερσ. [[ἐπέφαντο]]· ([[φάω]]),<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ. <b>I. 1. α)</b> [[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]] [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ. — Μέσ., [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] ως δικό μου, σε Σοφ. <b>β)</b> [[δείχνω]] εδώ κι [[εκεί]], κάνω γνωστό, [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]], [[δείχνω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· [[γόνον]] Ἑλένῃ [[φαίνω]], της [[φανερώνω]] ένα [[παιδί]], δηλ. [[επιτρέπω]] να γεννήσει, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχο, κάνω [[κάτι]] ξεκάθαρο στο [[άκουσμα]], κάνω [[κάτι]] να ηχεί [[καθαρά]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω [[κάτι]] ξεκάθαρο, [[εξηγώ]], [[εκθέτω]], σε Ηρόδ. <b>4. α)</b> σε Αττ., [[καταδίδω]] κάποιον, [[κατηγορώ]], [[προδίδω]], σε Αριστοφ.· [[καταγγέλλω]] [[κάτι]] ως παράνομο, στον ίδ. — Παθ., <i>τὰ φανθέντα</i>, πράγματα τα οποία καταγγέλθηκαν ως [[παράνομα]], σε Δημ. <b>β)</b> απόλ., [[δίνω]] πληροφορίες, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> <i>φαίνειν φρουράν</i> στη [[Σπάρτη]], [[διακηρύσσω]] στρατό, [[καλώ]] τη στρατιωτική [[παράταξη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[δίνω]] φως, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως λέγεται για τους Διόσκουρους που έλαμπαν στον αιθέρα, σε Ευρ.· ἀγανὴ φαίνουσ' [[ἐλπίς]], μικρή [[ελπίδα]] που λάμπει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τον Ιων. αόρ. [[φάνεσκε]] αμτβ., φάνηκε· επίσης, παρακ. βʹ [[πέφηνα]] είναι αμτβ., σε Ηρόδ., Σοφ., Δημ. <b>Β.</b> Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]] στο φως, [[γίνομαι]] [[ορατός]], εμφανίζομαι, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], [[λάμπω]] φωτεινά, στον ίδ.· [[συχνά]] λέγεται για την [[εμφάνιση]] [[ουρανίων]] σωμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· χρησιμοποιείται για την [[χαραυγή]], φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] [[Ἠώς]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για ανθρώπους, [[έρχομαι]] στην [[ζωή]], φανεὶς [[δύστηνος]], γεννημένος [[δυστυχής]], σε Σοφ.· [[δοῦλος]] [[φανείς]], [[δείχνω]] να είμαι, έχω γίνει [[σκλάβος]], σε Σοφ.· επίσης λέγεται για γεγονότα, [[τέλος]] [[πέφανται]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸ φανθέν</i>, [[κάτι]] που ήρθε στο φως μια [[φορά]], [[αποκάλυψη]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φαίνομαι]] ότι είμαι έτσι ακριβώς, με απαρ., [[ἥτις]] ἀρίστη φαίνεται [[εἶναι]], σε Ομήρ. Οδ.· τοῦτό μοι θειότατον φαίνεται [[γενέσθαι]], σε Ηρόδ.· το απαρ. παραλείπεται, [[ὅστις]] φαίνηται [[ἄριστος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επίσης με μτχ.· <i>φαίνεσθαι</i> με απαρ., ένα [[πράγμα]] φαίνεται να είναι έτσι ακριβώς· με μτχ., ένα [[γεγονός]] είναι [[πράγματι]] έτσι ακριβώς, <i>ἐμοὶ σὺ πλουτέειν φαίνεαι</i>, [[πλούσιος]] μου φαίνεσαι, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], [[εὔνοος]] ἐφαίνετο [[ἐών]], είχε [[πράγματι]] ευνοϊκή [[διάθεση]], στον ίδ.· φαίνεται ὁ [[νόμος]] βλάπτων, ο [[νόμος]] [[πράγματι]] βλάπτει, [[αλλά]], φαίνεται ὁ [[νόμος]] [[ἡμᾶς]] βλάψειν, φαίνεται σα να μας βλάπτει, σε Δημ.· με τη μτχ. να παραλείπεται, <i>Κᾶρες ἐφάνησαν</i> (ενν. <i>ὄντες</i>), ήταν [[πράγματι]] Κάρες, σε Θουκ.· <i>τί [[φαίνομαι]]</i> (ενν. <i>ὤν</i>)<i>;</i> πώς [[φαίνομαι]], [[μοιάζω]];, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε διάλογο, φαίνεταί σοι [[ταῦτα]]; [[σου]] φαίνονται αυτά να είναι έτσι; δεν είναι έτσι αυτό; [[απόκριση]] <i>φαίνεται</i>, ναι, σε Πλάτ.· ([[τοῦτο]]) [[φῇς]] [[εἶναι]]; [[απόκριση]] <i>[[φαίνομαι]]</i> (ενν. <i>λέγειν</i>), σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[οὐδαμοῦ]] φανῆναι, Λατ. [[nullo]] in [[loco]] haberi, σε Πλάτ.
}}
}}