Anonymous

φέψαλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[φέψελος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σπινθήρας]] από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] πλατύ [[τμήμα]] της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φέ</i>-<i>ψ</i>-<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φε</i>-<i>φσ</i>-<i>αλος</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhs</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- «[[φυσώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ψυχή]]) με εκφραστικό διπλασιασμό <i>φε</i>- και [[επίθημα]] -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἴθαλος]], <i>πάσσ</i>-<i>αλος</i>) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. <i>bhasman</i>- «[[τέφρα]], [[στάχτη]]» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «[[μέρος]] όπου φυσά [[κανείς]] για να ξανανάψει τη σβησμένη [[φωτιά]]»). Η [[αναγωγή]] τόσο του τ. [[φέψαλος]] όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη [[ρίζα]] <i>bhes</i>- «[[τρίβω]] [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ψήω</i>, [[ψήχω]]) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, [[εκτός]] από τον τ. <i>φέψ</i>-<i>αλος</i>, απαντά [[επίσης]] και τ. <i>φέψ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πτύ</i>-<i>αλον</i>: <i>πτύ</i>-<i>ελον</i>, <i>ὕ</i>-<i>αλος</i>: <i>ὕ</i>-<i>ελος</i>)].
|mltxt=και ιων. τ. [[φέψελος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σπινθήρας]] από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] πλατύ [[τμήμα]] της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φέ</i>-<i>ψ</i>-<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φε</i>-<i>φσ</i>-<i>αλος</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhs</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- «[[φυσώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ψυχή]]) με εκφραστικό διπλασιασμό <i>φε</i>- και [[επίθημα]] -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἴθαλος]], <i>πάσσ</i>-<i>αλος</i>) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. <i>bhasman</i>- «[[τέφρα]], [[στάχτη]]» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «[[μέρος]] όπου φυσά [[κανείς]] για να ξανανάψει τη σβησμένη [[φωτιά]]»). Η [[αναγωγή]] τόσο του τ. [[φέψαλος]] όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη [[ρίζα]] <i>bhes</i>- «[[τρίβω]] [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ψήω</i>, [[ψήχω]]) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, [[εκτός]] από τον τ. <i>φέψ</i>-<i>αλος</i>, απαντά [[επίσης]] και τ. <i>φέψ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πτύ</i>-<i>αλον</i>: <i>πτύ</i>-<i>ελον</i>, <i>ὕ</i>-<i>αλος</i>: <i>ὕ</i>-<i>ελος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φέψᾰλος:''' -ου, ὁ, [[σπινθήρας]], [[κομμάτι]] από αναμμένα κάρβουνα, σε Αριστοφ.· <i>ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται</i>, δηλ. θα κρεμαστεί πάνω από τη [[φωτιά]], λέγεται για πράγματα περιορισμένα και άχρηστα, σε Αριστοφ.
}}
}}