3,273,773
edits
(44) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο [[γενειοφόρος]] γυπαετός·2. [[ιερό]] [[πτηνό]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ā</i>- / <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>ә</i><sub>2</sub>- «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>φως</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— του θηλ. ενός επιθ. με [[επίθημα]] -<i>νό</i>-<i>ς</i> δηλωτικού χρώματος (<b>πρβλ.</b> <i>κελαι</i>-<i>νός</i>, <i>περκ</i>-<i>νός</i>). Αρχική, [[επομένως]], σημ. του επιθ. [[αυτού]] θα ήταν η σημ. «[[λαμπρός]], [[φωτεινός]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[φηνός]]·[[λαμπρός]], ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με την [[οικογένεια]] αυτή) και η χρησιμοποίησή του για τη [[δήλωση]] του πτηνού [[αυτού]] μπορεί να ερμηνευθεί από το λαμπερό [[λευκό]] [[χρώμα]] του κεφαλιού και το υπόξανθο [[χρώμα]] της κοιλιάς του. Για ανάλογες περιπτώσεις ονομάτων πτηνών που προέρχονται από επίθ. δηλωτικά φωτεινότητας ή σκοτεινότητας <b>πρβλ.</b> [[κύκνος]], [[μόρφνος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. [[φήνη]], [[φηνός]] ανάγονται στη [[ρίζα]] της λ. <i>φῶς</i>, έχουν, όμως, σχηματιστεί από ένα θ. σε -<i>σ</i>-, <i>φᾱσ</i>-<i>νο</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>s</i>-<i>a</i>- «φως, [[λάμψη]]», το οποίο χρησιμοποιείται και ως [[ονομασία]] πτηνού<br />για την παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <b>βλ.</b> και λ. [[φημί]]). Τέλος, οι συνδέσεις της λ. με τη λ. [[φωνή]] ή με το αρχ. νορβ. <i>bani</i> «[[δολοφόνος]]» δεν θεωρούνται πιθανές]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο [[γενειοφόρος]] γυπαετός·2. [[ιερό]] [[πτηνό]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ā</i>- / <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>ә</i><sub>2</sub>- «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>φως</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— του θηλ. ενός επιθ. με [[επίθημα]] -<i>νό</i>-<i>ς</i> δηλωτικού χρώματος (<b>πρβλ.</b> <i>κελαι</i>-<i>νός</i>, <i>περκ</i>-<i>νός</i>). Αρχική, [[επομένως]], σημ. του επιθ. [[αυτού]] θα ήταν η σημ. «[[λαμπρός]], [[φωτεινός]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[φηνός]]·[[λαμπρός]], ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με την [[οικογένεια]] αυτή) και η χρησιμοποίησή του για τη [[δήλωση]] του πτηνού [[αυτού]] μπορεί να ερμηνευθεί από το λαμπερό [[λευκό]] [[χρώμα]] του κεφαλιού και το υπόξανθο [[χρώμα]] της κοιλιάς του. Για ανάλογες περιπτώσεις ονομάτων πτηνών που προέρχονται από επίθ. δηλωτικά φωτεινότητας ή σκοτεινότητας <b>πρβλ.</b> [[κύκνος]], [[μόρφνος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. [[φήνη]], [[φηνός]] ανάγονται στη [[ρίζα]] της λ. <i>φῶς</i>, έχουν, όμως, σχηματιστεί από ένα θ. σε -<i>σ</i>-, <i>φᾱσ</i>-<i>νο</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>s</i>-<i>a</i>- «φως, [[λάμψη]]», το οποίο χρησιμοποιείται και ως [[ονομασία]] πτηνού<br />για την παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <b>βλ.</b> και λ. [[φημί]]). Τέλος, οι συνδέσεις της λ. με τη λ. [[φωνή]] ή με το αρχ. νορβ. <i>bani</i> «[[δολοφόνος]]» δεν θεωρούνται πιθανές]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φήνη:''' ἡ, πιθ. = [[ἁλιαίετος]], [[θαλάσσιος]] [[αετός]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |