Anonymous

φιλαπόδημος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλαπόδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, [[ταξιδιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόδημος]] «ξενιτεμένος»].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλαπόδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, [[ταξιδιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόδημος]] «ξενιτεμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλᾰπόδημος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.
}}
}}