Anonymous

φενακίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φαινακίζω]] Μ [[φέναξ]], -<i>ακος</i>]<br />[[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φορώ]] [[φενάκη]], [[φορώ]] [[περούκα]], εμφανιζόμενος [[έτσι]] με διαφορετική [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]] ως [[φενακιστής]], ως [[απατεώνας]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φαινακίζω]] Μ [[φέναξ]], -<i>ακος</i>]<br />[[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φορώ]] [[φενάκη]], [[φορώ]] [[περούκα]], εμφανιζόμενος [[έτσι]] με διαφορετική [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]] ως [[φενακιστής]], ως [[απατεώνας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φενᾱκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> φέρομαι ως [[φέναξ]], [[εξαπατώ]], [[ψεύδομαι]],, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}