Anonymous

ὑψίπολις: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] ένδοξης πόλης<br /><b>2.</b> ο ύψιστος [[πολίτης]] μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την [[πόλη]] του, την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πολις</i>)].
|mltxt=-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] ένδοξης πόλης<br /><b>2.</b> ο ύψιστος [[πολίτης]] μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την [[πόλη]] του, την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πολις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπολις:''' ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.
}}
}}