Anonymous

ὑψίπους: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
}}
}}