Anonymous

φιλεραστής: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. [[φιλεράστρια]], Α<br />αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να [[είναι]] [[εραστής]] («[[πάντως]] μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος [[παιδεραστής]] τε καὶ [[φιλεραστὴς]] γίγνεται», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
|mltxt=ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. [[φιλεράστρια]], Α<br />αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να [[είναι]] [[εραστής]] («[[πάντως]] μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος [[παιδεραστής]] τε καὶ [[φιλεραστὴς]] γίγνεται», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλεραστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}