Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιμός: Difference between revisions

From LSJ
677 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, τ. πληθ. και φιμά, τὰ, Α<br />[[φίμωτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φίμωση]]<br /><b>2.</b> [[σύσφιγξη]] με [[σχοινιά]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του χαλινού αλόγου που περιέβαλλε την [[μύτη]] του και είχε, [[συνήθως]], προσαρμοσμένους [[πάνω]] του αυλούς, [[έτσι]] ώστε να παράγεται [[ένας]] [[συριστικός]] [[ήχος]] από την [[αναπνοή]] του αλόγου<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτηριού με το οποίο έριχναν τα ζάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει πιθ. [[επίθημα]] -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>μός</i>, <b>βλ.</b> και το συνώνυμο [[κημός]], στο οποίο, όμως, το -<i>μος</i> δεν [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[επίθημα]]). Για το σχ. [[φιμός]]: <i>φιμά</i> (<i>τὰ</i>): <i>φίμᾱ</i> (<i>ἡ</i>), <b>πρβλ.</b> [[δεσμός]]: [[δεσμά]], <i>τά</i>: [[δέσμη]] / [[δεσμή]]. Οι συνδέσεις της λ. με τους τ. [[σφίγγω]], [[σφιγμός]] ή με το λατ. <i>fiscus</i> «[[καλάθι]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Τη λ. με τη σημ. «[[ποτήρι]] με το οποίο έριχναν τα ζάρια» δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phimus</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, τ. πληθ. και φιμά, τὰ, Α<br />[[φίμωτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φίμωση]]<br /><b>2.</b> [[σύσφιγξη]] με [[σχοινιά]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του χαλινού αλόγου που περιέβαλλε την [[μύτη]] του και είχε, [[συνήθως]], προσαρμοσμένους [[πάνω]] του αυλούς, [[έτσι]] ώστε να παράγεται [[ένας]] [[συριστικός]] [[ήχος]] από την [[αναπνοή]] του αλόγου<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτηριού με το οποίο έριχναν τα ζάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει πιθ. [[επίθημα]] -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φορ</i>-<i>μός</i>, <b>βλ.</b> και το συνώνυμο [[κημός]], στο οποίο, όμως, το -<i>μος</i> δεν [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[επίθημα]]). Για το σχ. [[φιμός]]: <i>φιμά</i> (<i>τὰ</i>): <i>φίμᾱ</i> (<i>ἡ</i>), <b>πρβλ.</b> [[δεσμός]]: [[δεσμά]], <i>τά</i>: [[δέσμη]] / [[δεσμή]]. Οι συνδέσεις της λ. με τους τ. [[σφίγγω]], [[σφιγμός]] ή με το λατ. <i>fiscus</i> «[[καλάθι]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Τη λ. με τη σημ. «[[ποτήρι]] με το οποίο έριχναν τα ζάρια» δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phimus</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῑμός:''' ὁ, με ετερογ. πληθ. <i>φῑμά</i>, <i>τά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[φίμωτρο]], Λατ. [[capistrum]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> το [[μέρος]] της [[μύτης]] από το [[χαλινάρι]] ενός αλόγου, που είχε και σωλήνες δια μέσου των οποίων η [[αναπνοή]] του αλόγου έβγαζε ένα συριστικό ήχο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> είδος κυπέλλου που χρησιμοποιείται ως [[χωνί]] για τα ζάρια, Λατ. [[fritillus]], σε Αισχίν.
}}
}}