3,276,318
edits
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[φλειά]] Α<br />[[κατώφλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραστάδα]] πόρτας<br /><b>2.</b> [[παραστάδα]] ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου [[ὄρθια]] ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.)<br /><b>3.</b> [[ανώφλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλιή, [[πρόθυρον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. της γεν. πληθ. <i>pirijao</i>. Παρά τη μορφολογική [[ομοιότητα]], η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρ. [[φλίω]]. Η λ. διατηρείται και στη Νέα Ελληνική και ως απλή [[αλλά]] και στα σύνθ. <i>ανώ</i>-<i>φλι</i>, <i>κατώ</i>-<i>φλι</i>]. | |mltxt=η, ΝΑ, και [[φλειά]] Α<br />[[κατώφλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραστάδα]] πόρτας<br /><b>2.</b> [[παραστάδα]] ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου [[ὄρθια]] ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.)<br /><b>3.</b> [[ανώφλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλιή, [[πρόθυρον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. της γεν. πληθ. <i>pirijao</i>. Παρά τη μορφολογική [[ομοιότητα]], η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρ. [[φλίω]]. Η λ. διατηρείται και στη Νέα Ελληνική και ως απλή [[αλλά]] και στα σύνθ. <i>ανώ</i>-<i>φλι</i>, <i>κατώ</i>-<i>φλι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φλῑά:''' μεταγεν. [[φλειά]], ἡ, σε πληθ. <i>φλιαί</i>, = <i>σταθμοί</i>, παραστάδες των [[θυρών]], όρθιες θύρες, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα· σε ενικ., σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |