3,277,172
edits
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φρύνος]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Φρύνη</i><br />σκωπτικό όνομα εταίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[φρύνη]] και [[φρῦνος]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>- «[[λαμπερός]], αυτός που έχει ανοιχτό [[καφέ]] [[χρώμα]]» από την οποία έχουν προέλθει ποικίλοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν διάφορα είδη ζώων με [[αναφορά]] στο [[χρώμα]] τους: αρχ. ινδ. <i>ba</i>-<i>bhru</i>- «[[είδος]] ιχνεύμονος», λατ. <i>fiber</i> «[[κάστορας]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bibar</i> «[[κάστορας]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Biber</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>bero</i> «[[αρκούδα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bear</i>, γερμ. <i>Bar</i>). Οι ελλ. τ. [[φρύνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ū</i>-<i>n</i><i>ā</i>) και [[φρῦνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ū</i>-<i>nos</i>) έχουν σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhr</i>- της ρίζας, με [[επέκταση]] το [[φωνήεν]] -<i>ū</i>- και έρρινο [[επίθημα]] -<i>no</i>- / -<i>n</i><i>ā</i>-, και αντιστοιχεί ως [[προς]] τον τρόπο σχηματισμού με το αρχ. άνω γερμ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i> «αυτός που έχει καστανό [[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>braun</i>, αγγλ. <i>brown</i>). Επομένως, η λ. [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] θα [[πρέπει]] να ήταν αρχικά τ. [[δηλωτικός]] του χρώματος του ζώου και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για το [[είδος]] αυτό βατράχου, για το οποίο δεν υπήρχε αντίστοιχη ΙΕ [[ονομασία]]. Εξάλλου, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστούν με [[ακρίβεια]] τα είδη τών ζώων που δηλώνουν οι τ. [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] και [[βάτραχος]] και να διακριθούν [[μεταξύ]] τους. Τέλος, από τη λ. έχουν προέλθει [[πολλά]] ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Φρύνη</i>, [[Φρύνις]], <i>Φρύνιχος</i>, <i>Φρυνίων</i>, <i>Φρυνίσκος</i>, <i>Φρύνων</i>, <i>Φρυνώνδας</i> <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φρύνος]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Φρύνη</i><br />σκωπτικό όνομα εταίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[φρύνη]] και [[φρῦνος]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>- «[[λαμπερός]], αυτός που έχει ανοιχτό [[καφέ]] [[χρώμα]]» από την οποία έχουν προέλθει ποικίλοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν διάφορα είδη ζώων με [[αναφορά]] στο [[χρώμα]] τους: αρχ. ινδ. <i>ba</i>-<i>bhru</i>- «[[είδος]] ιχνεύμονος», λατ. <i>fiber</i> «[[κάστορας]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bibar</i> «[[κάστορας]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Biber</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>bero</i> «[[αρκούδα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bear</i>, γερμ. <i>Bar</i>). Οι ελλ. τ. [[φρύνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ū</i>-<i>n</i><i>ā</i>) και [[φρῦνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ū</i>-<i>nos</i>) έχουν σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhr</i>- της ρίζας, με [[επέκταση]] το [[φωνήεν]] -<i>ū</i>- και έρρινο [[επίθημα]] -<i>no</i>- / -<i>n</i><i>ā</i>-, και αντιστοιχεί ως [[προς]] τον τρόπο σχηματισμού με το αρχ. άνω γερμ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i> «αυτός που έχει καστανό [[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>braun</i>, αγγλ. <i>brown</i>). Επομένως, η λ. [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] θα [[πρέπει]] να ήταν αρχικά τ. [[δηλωτικός]] του χρώματος του ζώου και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για το [[είδος]] αυτό βατράχου, για το οποίο δεν υπήρχε αντίστοιχη ΙΕ [[ονομασία]]. Εξάλλου, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστούν με [[ακρίβεια]] τα είδη τών ζώων που δηλώνουν οι τ. [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] και [[βάτραχος]] και να διακριθούν [[μεταξύ]] τους. Τέλος, από τη λ. έχουν προέλθει [[πολλά]] ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Φρύνη</i>, [[Φρύνις]], <i>Φρύνιχος</i>, <i>Φρυνίων</i>, <i>Φρυνίσκος</i>, <i>Φρύνων</i>, <i>Φρυνώνδας</i> <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φρύνη:''' [ῡ], ἡ, [[βάτραχος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |