Anonymous

φιλόκαινος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[καθετί]] το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκαινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις καινοτομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καινός]] «[[νέος]], [[καινούργιος]]»].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[καθετί]] το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκαινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις καινοτομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καινός]] «[[νέος]], [[καινούργιος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόκαινος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· <i>τὸ φιλόκαινον</i>, [[αγάπη]] για νεωτερισμούς, σε Λουκ.
}}
}}